-
41 συμβραζομένην
σύν-βράζωboil: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
42 συμβρασθέντος
σύν-βράσσωshake violently: aor part pass masc /neut gen sgσύν-βράζωboil: aor part pass masc /neut gen sg -
43 συμβρασσόμενοι
σύν-βράσσωshake violently: pres part mp masc nom /voc plσύν-βράζωboil: fut part mid masc nom /voc pl (epic) -
44 συμβρώση
σύν-βιβρώσκωeat: aor subj mid 2nd sgσύν-βιβρώσκωeat: aor subj act 3rd sgσύν-βιβρώσκωeat: fut ind mid 2nd sgσύν-βράζωboil: fut part act fem dat sg (attic epic ionic) -
45 συμβρώσῃ
σύν-βιβρώσκωeat: aor subj mid 2nd sgσύν-βιβρώσκωeat: aor subj act 3rd sgσύν-βιβρώσκωeat: fut ind mid 2nd sgσύν-βράζωboil: fut part act fem dat sg (attic epic ionic) -
46 βράσσω
Aἔβρᾰσα Hp.Ep.23
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐβράσθην Aret.SA1.5
: [tense] pf. βέβρασμαι (v. infr.):—shake violently, throw up, of the sea,σκολόπενδραν.. ἔβρασ' ἐπὶ σκοπέλους AP6.222
(Theodorid.); τὸν πρέσβυν.. ἔβρασε.. εἰς ἠϊόνα ib.7.294 (Tull.Laur.): —[voice] Pass., ὀστέα.. βέβρασται.. τῇδε παρ' ἠϊόνι ib. 288 (Antip.), cf. Opp. H.1.779; boil, of surf, A.R.2.323, Opp.H.3.476; β. ὑπὸ γέλωτος shake with laughter, Luc.Eun.12.4 βράττειν· πληθύνειν, βαρύνειν, Hsch. -
47 ἐκβράζω
A throw out, cast on shore,ἐ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη χρυσίον Arist.Mir. 833b16
; of the sea, D.S.14.68, etc. ; ἑαυτὸν ἐκβράσαι, of a dolphin, Ael.NA6.15 :— [voice] Pass.,τὰ ἐκ τῆς θαλάσσης -βρασσόμενα βρυώδη Gp.2.22.2
; of ships, to be cast ashore,ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Hdt.7.188
, cf. 190, Ath. 6.259b; of persons, Plu.2.294f.III expel, drive out, LXXNe.13.28, 2 Ma.1.12 : metaph.,ὁ θυμὸς ἐ. τῆς ψυχῆς ἀκόλαστα ῥήματα Plu.2.456c
.IV intr. in [voice] Act., boil over, of water, Apollod.1.6.3 ; pullulate, of shoots,ἐκ μιᾶς ῥίζης Gp.2.6.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβράζω
-
48 βαμβραδών
βαμβραδών, - όνοςGrammatical information: f.Meaning: kind of sprat (Epich.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: One has derived the word from βράζω, comparing βαμβρασμός καχλασμός; βαμβράσσει ὀργίζεται (Cyr.) in the idea that the fish was called after the sound it makes (`when fried?', adds DELG); on the principle s. Strömberg Fischnamen 63ff. Improbable; rather Pre-Gr., given the variants. For the formation cf. τενθρηδών, τερηδών (Schwyzer 529f., Chantr., Form. 360f.).Page in Frisk: 1,218Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαμβραδών
-
49 βράσσω
βράσσω, βράζωGrammatical information: v.Meaning: `shake violently, agitate, boil (up), winnow' (Ar.).Other forms: Att. βράττω, also ἐκ-βρήσσω (Gal.), aor. βρᾰ́σαι, ἐβράσθην, fut. βράσω, perf. βέβρασμαι. βράζειν `be boiling' τὸ ἡσυχῃ̃ ὀδύρεσθαι H.Derivatives: βρασμός `boiling', βράσμα `id.', βρασματίας `upheaving' (Posidon. a. o.; cf. μυκητίας σεισμός, σεισματίας Chantr. Form. 94f.), βράσις `boiling' (Orib.). - βράστης m. `earthquake' (Arist.), βραστήρ `winnowing-fan' (Gloss.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Bezzenberger BB 27, 152f. connected Latv. murdēt `boil up', Lith. mùrdau, mùrdyti `etwas im Wasser usw. rüttelnd behandeln'. Uncertain.Page in Frisk: 1,263Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράσσω
См. также в других словарях:
βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροβράζω — βράζω κάτι μόνο με νερό, χωρίς προσθήκη λαδιού ή άλλης λιπαρής ουσίας … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
περιέψω — Α βράζω καλά, βράζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἔψω «βράζω, μαγειρεύω»] … Dictionary of Greek
σιγοβράζω — Ν 1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά 2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά 3. φρ. «σιγοβράζει το κακό» μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής … Dictionary of Greek
συναναζέω — Α 1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ἀποβράσαι — ἀπό βράσσω shake violently aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράσσω shake violently aor opt act 3rd sg ἀποβρά̱σᾱͅ , ἀπό βράζω boil fut part act fem dat sg (doric) ἀπό βράζω boil aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράζω boil aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσας — ἀποβράσᾱς , ἀπό βράσσω shake violently aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem acc pl (doric) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem gen sg (doric) ἀποβράσᾱς , ἀπό βράζω boil aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσῃ — ἀπό βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg ἀπό βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil aor subj mid 2nd sg ἀπό βράζω boil aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)