-
1 Βρισευς
См. также в других словарях:
Βρισεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βρισῆος — Βρισεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βρισέως — Βρισέω̆ς , Βρισεύς masc gen sg Βρισεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)