-
81 βραχίοσιν
βραχί̱οσιν, βραχίωνarm: masc dat plβραχύςshort: dat comp pl (ionic)βραχί̱οσιν, βραχύςshort: dat comp pl (attic) -
82 βραχίστας
βραχίστᾱς, βραχύςshort: fem acc plβραχίστᾱς, βραχύςshort: fem gen sg (doric aeolic) -
83 βραχεί
-
84 βραχεῖ
-
85 βραχεία
-
86 βραχεῖα
-
87 βραχείαι
-
88 βραχεῖαι
-
89 βραχείαν
-
90 βραχεῖαν
-
91 βραχείς
-
92 βραχεῖς
-
93 βραχείσιν
βράχεαshallows: neut dat pl (attic epic ionic)βραχύςshort: masc /neut dat pl (attic epic) -
94 βραχεῖσιν
βράχεαshallows: neut dat pl (attic epic ionic)βραχύςshort: masc /neut dat pl (attic epic) -
95 βραχειών
-
96 βραχειῶν
-
97 βραχεών
-
98 βραχεῶν
-
99 βραχείαι
βραχείᾱͅ, βραχύςshort: fem dat sg (doric aeolic) -
100 βραχείη
См. также в других словарях:
βραχύς — short masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βραχίω — βραχύς short neut acc comp pl (ionic) βραχύς short neut nom comp pl (ionic) βραχύς short masc/fem acc comp sg (ionic) βραχί̱ω , βραχύς short neut acc comp pl (attic) βραχί̱ω , βραχύς short neut nom comp pl (attic) βραχί̱ω , βραχύς short masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχέα — βραχύς short neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραχέᾱ , βραχύς short fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραχύς short fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτάτων — βραχύς short fem gen pl βραχύς short masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτάτως — βραχύς short adverbial βραχύς short masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτέρων — βραχύς short fem gen pl βραχύς short masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτέρως — βραχύς short adverbial βραχύς short masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)