-
1 βραδυτής
βραδυτήςslowness: fem nom sg -
2 βραδυτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδυτής
-
3 βραδυτής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βραδυτής
-
4 βραδύτης
βραδύτης, ητος (on accent-ής,-ῆτος [t.r. Tdf. W-H. S. Vog. Bov.] cp. JWackernagel, NGG 1909, 58ff; Schwyzer I 382), ἡ (s. βραδύς; Hom. et al.; Plut., Mor. 549; Appian, Bell. Civ. 4 p. 1052, 16 Mendelssohn; Vett. Val. 289, 24; Sb 7741, 12 [II A.D.]; Philo, Op. M. 156; Jos., Ant. 7, 74; 13, 47) slowness ὥς τινες βραδύτητα ἡγοῦνται as some count slowness 2 Pt 3:9.—M-M. -
5 βραδυτήτων
βραδυτήςslowness: fem gen pl -
6 βραδυτήσι
-
7 βραδυτῆσι
-
8 βραδυτήσιν
-
9 βραδυτῆσιν
-
10 βραδυτήτα
-
11 βραδυτῆτα
-
12 βραδυτήτας
-
13 βραδυτῆτας
-
14 βραδυτήτες
-
15 βραδυτῆτες
-
16 βραδυτήτι
-
17 βραδυτῆτι
-
18 βραδυτήτος
-
19 βραδυτῆτος
-
20 αὐτοβραδύτης
A ideal slowness, Procl. Hyp.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβραδύτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βραδυτής — slowness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆσι — βραδυτής slowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆσιν — βραδυτής slowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτα — βραδυτής slowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτας — βραδυτής slowness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτες — βραδυτής slowness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτι — βραδυτής slowness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτος — βραδυτής slowness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτήτων — βραδυτής slowness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… … Dictionary of Greek
мьдьлениѥ — МЬДЬЛЕНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Промедление, медлительность: и сущии въ кораблихъ. тѹжахѹ. медлени˫а ради цр(с)ва. ПрЛ XIII, 56г; вы же пакы дадите ми моему медленью прощенье. ˫ако не притеко(х) зово(м). не ѿ ва(с) но ѿ б҃а. лѣпле е(с) медленье. неже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)