Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βραδυφλεγής

  • 1 бомба

    бомб||а
    ж ἡ βόμβα, ἡ μπόμπα:
    атомная \бомба ἡ ἀτομική βόμβα; водородная \бомба ἡ ὑδρογονική βόμβα, ἡ ὑδρογονοβόμβα; \бомба замедленного деи́ствия ἡ ἐγκαιρο-φλεγής (ωρολογιακή) βόμβα, ἡ βραδυφλεγής μπόμπα; зажигательная \бомба ἡ ἐμπρηστική βόμβα; фугасная \бомба ἡ ίσχυρή ἐκρηκτική βόμβα; сбрасывать \бомбаы ρίχνω βόμβες; ◊ влететь \бомбаой είσορμω, μπαίνω (или πέφτω) σάν μπόμπα.

    Русско-новогреческий словарь > бомба

См. также в других словарях:

  • βραδυφλεγής — ές αυτός που αναφλέγεται και καίγεται σιγά σιγά, λίγο λίγο …   Dictionary of Greek

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδυκαής — ές ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + καής < καίω (πρβλ. διακαής, ευκαής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βραδύκαυστος — η, ο ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + καυστός < καίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • βραδύφλεκτος — η, ο ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + φλεκτος < φλέγω. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • βραδύκαυστος — η, ο αυτός που καίγεται σιγά σιγά, ο βραδυφλεγής: Τα βραδύκαυστα μείγματα απελευθερώνουν ενέργεια σταδιακά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»