-
1 βράζω
[вразо] р. кипятить, варить.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βράζω
-
2 кипятить
βράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кипятить
-
3 прокипятить
βράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокипятить
-
4 вариться
-
5 проварить
-арю, -аришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βράζω καλά, εντελώς.2. (για μέταλλα) βράζω, συγκολλώ καλά.3. βράζω (για ένα χρον. διάστημα).βράζω καλά, εντελώς. || βράζω (για ένα χρον. διάστημα). -
6 кипеть
кип||етьнесов1. (о жидкости) βράζω (άμετ.), ζέω:\кипеть ключом κοχλάζω, χοχ-λάζω· медленно \кипеть σιγοβράζω·2. (о реке и т. ἡ.) ἀφρίζω·3. перен:\кипеть злобой βράζω ἀπό κακία· во мне все \кипетьит βράζω ολόκληρος· 4· перен (быть в разгаре) βράζω:работа \кипетьи́т ἡ δουλειά βράζει. -
7 варить
варю, варишь κ. варишь, варит κ. варит, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. варенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.δ.μ.βράζω• μαγειρεύω•варенье βράζω γλυκό• - асфальт βράζω πίσσα• - кофе φτιάχνω (ψήνω) καφέ• - уху μαγειρεύω φαρόσουπα.
|| παρασκευάζω, φτιάχνω• - мыло φτιάχνω σαπούνι. || συγκολλώ• - газовой горлкой οξυγονοκολλώ.εκφρ.голова -ит – κόβει το κεφάλι•желудок -ит – το στομάχι χωνεύει.βράζω• μαγειρεύομαι•-ится на медленном огне βράζει με λίγη φωτιά, (σιγοβράζει).
εκφρ.- в собственном соку – δουλεύω μόνος (χωρίς συνεργάτη). -
8 кипятить
-ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кипячённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.δ. μ. βράζω•кипятить воду, молоко βράζω νερό, γάλα•
кипятить бель βράζω τα ρούχα.
1. βράζω•молоко -ится το γάλα βράζει•
бельё -ится τα ρούχα βράζουν, ζεματίζονται.
2. μτφ. εξάπτομαι, ανάβω. -
9 прокипятить
ρ.σ.μ.βράζω•прокипятить молоко βράζω το γάλα•
прокипятить хирургические инструменты βράζω τα χειρουργικά εργαλεία•
прокипятить бель βράζω (ζεματίζω) τα ρούχα.
-
10 уварить
уварю, уваришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уваренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.βράζω εντελώς, καλοβράζω• βράζω για να εξατμιστεί ένα μέρος•уварить щи βράζω παραπάνω τη λαχανόσουπα (για να λιγοστέψει ο ζωμός)•
сироп βράζω ακόμα το σιρόπι (για να πήξει).
-
11 варить
-
12 выварить
ρ.σ.μ.1. εξάγω, βγάζω με βρασμό•выварить соль βγάζω αλάτι με βράσιμο (θαλασσινού νερού).
2. βράζω καλά, εντελώς•выварить мясо βράζω καλά το κρέας.
3. εξαλείφω, καθαρίζω με το βράσιμο•выварить пятна на платье βγάζω τους λεκέδες στο φόρεμα με βράσιμο.
βράζω καλά•мясо -лось το κρέας έβρασε καλά.
-
13 выкипятить
-ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкипяченный, βρ: -чей, -а, -оρ.σ.μ.βράζω, ζεματίζω•выкипятить белье ζεματίζω τα ρούχα•
выкипятить шприц βράζω τη σύριγγα.
βράζω, ζεματίζομαι. -
14 заварить
-варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заваренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω να βράσει (τσάι, καφέ κ.τ.τ.)• заварить белье ζεματίζω τα ρούχα•заварить уху βράζω ψαρόσουπα.
2. (τεχ.) βράζω, συγκολλώ.3. Μτφ. (απλ.) ετοιμάζω, οργανώνω, μαγειρεύω.1. βράζω, γίνομαι, είμαι έτοιμος•чай -лся το τσάι είναι έτοιμο.
2. οργανώνομαι, μαγειρεύομαι•дело -лось η υπόθεση μαγειρεύτηκε.
-
15 наварить
-варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. βράζω, μαγειρεύω, ετοιμάζω (σε μεγάλη ποσότητα)•наварить щей на несколько дней βράζω καμπρολαχανόσουπα για κάμποσες μέρες.
2. (για μέταλλα) βράζω.3. οξυγονοκολλώ• ηλεκτροκολλώ. -
16 отварить
-ари, -аришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваренный, βρ: -рен, -а, -оβράζω•картофель βράζω πατάτες.
βράζω•грибы -лись τα μανιτάρια έβρασαν.
|| ξεκολλώ. -
17 подварить
-варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подваренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. ξαναβράζω, βράζω ακόμα λίγο.2. βράζω κάτι συμπληρωματικά.3. (για μέταλλα) συγκολλώ, βράζω.ξαναβράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
18 покипятить
-
19 прокипеть
-питρ.σ.1. βράζω•суп -ел η σούπα έβρασε.
2. βράζω (για ένα χρον. διάστημα)•прокипеть полчаса βράζω μισή ώρα.
-
20 разварить
-варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ. βράζω καλά, καλοβράζω•разварить мясо βράζω καλά το κρέας.
βράζω καλά•мясо -лось το κρέας έβρασε καλά.
См. также в других словарях:
βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροβράζω — βράζω κάτι μόνο με νερό, χωρίς προσθήκη λαδιού ή άλλης λιπαρής ουσίας … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
περιέψω — Α βράζω καλά, βράζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἔψω «βράζω, μαγειρεύω»] … Dictionary of Greek
σιγοβράζω — Ν 1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά 2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά 3. φρ. «σιγοβράζει το κακό» μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής … Dictionary of Greek
συναναζέω — Α 1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ἀποβράσαι — ἀπό βράσσω shake violently aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράσσω shake violently aor opt act 3rd sg ἀποβρά̱σᾱͅ , ἀπό βράζω boil fut part act fem dat sg (doric) ἀπό βράζω boil aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράζω boil aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσας — ἀποβράσᾱς , ἀπό βράσσω shake violently aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem acc pl (doric) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem gen sg (doric) ἀποβράσᾱς , ἀπό βράζω boil aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσῃ — ἀπό βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg ἀπό βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil aor subj mid 2nd sg ἀπό βράζω boil aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)