-
1 βράζω
-
2 βράζω
A boil, froth up, ferment, Call. Hist.3, Hld.5.16, Alex.Aphr. Pr.1.104.II growl, of bears, Poll.5.88; of elephants, Jubaap. Poll. l.c.; but βράζειν· τὸ ἡσυχῆ ὀδύρεσθαι, Hsch. -
3 βράζω
-
4 βράζω
1. μετ.1) кипятить; варить;βράζω νερό (γάλα) — кипятить воду (молоко);
βράζω κρέας — варить мясо;
2) тех варить (металл);2. αμετ. 1) прям., перен. кипеть; бурлить; вскипать;τό νερό βράζει — вода кипит;
θάλασσα βράζει — море бурлит;
η δουλειά βράζει — работа кипит;
βράζω από θυμό — выходить из себя, быть в ярости;
βράζω από το κακό μου — или βράζ από κακία — кипеть злобой;
βράζω ολόκληρος — во мне всё кипит;
έβρασε το σιμά μου у меня кровь закипела в жилах, я был вне себя (от ярости, гнева);βράζει το αίμα του — у него кровь играет (в жилах); — в нём кровь играет; — у него горячая кровь;
βράζει το στήθος του — у него клокочет в груди;
2) вариться, развариваться;αυτά τα φασόλια δεν βράζουν — эта фасоль не разваривается;
3) бродить, закисать;4) перен. перегреваться, раскаляться, накаляться;τό σπίτι βράζει απ' τη ζέστη — в доме невыносимая жара;
τό χώμα βράζει — земля горит от зноя;
5) кишеть; изобиловать;βράζει η μυίγα — мухи кишмя кишат;
βράζουν τα μήλα στην αγορά — на рынке полно яблок;
§ βράζω με το ζουμί μου — лопаться от злости, зависти;
βράζει η κερασιά απ' τα κεράσια — черешня вся усыпана плодами;
αυτόν βράσ' τον он пустое место;βράσ' τα Χαράλαμπε! дело дрянь!; να σε βράσω! да сгори ты совсем!, пропади ты пропадом!; να (τα) βράσω τα λεφτά σου! плевать мне на твой деньги!;καθένας βράζει με το ζουμί του — погов, у каждого свои заботы;
σ' ενα καζάνι βράζουμε — погов, варимся в одном котле; — одну лямку тянем
-
5 βράζω
βράσσω, βράζωGrammatical information: v.Meaning: `shake violently, agitate, boil (up), winnow' (Ar.).Other forms: Att. βράττω, also ἐκ-βρήσσω (Gal.), aor. βρᾰ́σαι, ἐβράσθην, fut. βράσω, perf. βέβρασμαι. βράζειν `be boiling' τὸ ἡσυχῃ̃ ὀδύρεσθαι H.Derivatives: βρασμός `boiling', βράσμα `id.', βρασματίας `upheaving' (Posidon. a. o.; cf. μυκητίας σεισμός, σεισματίας Chantr. Form. 94f.), βράσις `boiling' (Orib.). - βράστης m. `earthquake' (Arist.), βραστήρ `winnowing-fan' (Gloss.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Bezzenberger BB 27, 152f. connected Latv. murdēt `boil up', Lith. mùrdau, mùrdyti `etwas im Wasser usw. rüttelnd behandeln'. Uncertain.Page in Frisk: 1,263Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράζω
-
6 βράζω
(→ἐκβράζω,,) -
7 βράζω
[вразо] ρ кипятить, варить. -
8 βράζω
1) bouillir2) bouillonner -
9 βράζω
1) fermentować czas.2) gotować czas.3) kipieć czas.4) wrzeć czas.5) wykipieć czas.6) zagotować czas. -
10 βράζω
1) klokotat2) kypět3) vařit4) vřít -
11 βράζω
1) boil2) brew3) ferment4) seetheΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βράζω
-
12 ἀπο-βράζω
ἀπο-βράζω (s. βράζω), 1) aussprudeln, auswerfen, Sp. – 2) zu kochen u. zu schäumen nachlassen; übertr., μετὰ τὸ ἀποβράσαι τὸ δριμύ, nachdem die Strenge der Kälte aufgehört hatte. Alciphr. 1, 23.
-
13 προς-βράζω
προς-βράζω, daran, dabei auswerfen, vom Meere, τὸ σῶμα πίτυϊ προςβεβρασμένον ὑπὸ ϑαλάσσης, Plut. Symp. 5, 3, 1.
-
14 περι-βράζω
περι-βράζω, rings umher aufkochen, Sp.
-
15 συμ-βράζω
συμ-βράζω, zugleich sieden, aufbrausen, Sp.
-
16 ἀνα-βράζω
ἀνα-βράζω (vgl. ἀναβράσσω), aufsieden lassen, Sp.; ἅλμη ἀναβρασϑεῖσα, das aufwogende Meer, Ap. Rh. 2, 566; ἀνάβραστα κρέα, ge Kochtes Fleisch, Ar. Ran. 553 u. a. com.
-
17 ἐκ-βράζω
ἐκ-βράζω, hervorkochen, hervorsprudeln; ἐκ τοῠ στόματος πυρὸς ἐξέβρασε ζάλη Apolld. 1, 6, 3; a. Sp. Auch transit., bes. vom Meere, auswerfen, im pass. Her. 7, 188. 190; τὰς ναῠς D. Sic. 14, 68. Bei Hippocr. = die Unreinigkeiten in Ausschlägen auswerfen.
-
18 ὑπερ-βράζω
ὑπερ-βράζω, im pass. übersieden, überkochen, ὑπερβρασϑεῖσα πίσσα Bian. 9 (XI, 248).
-
19 αποβράσαι
ἀπό-βράσσωshake violently: aor inf actἀποβράσαῑ, ἀπό-βράσσωshake violently: aor opt act 3rd sgἀποβρά̱σᾱͅ, ἀπό-βράζωboil: fut part act fem dat sg (doric)ἀπό-βράζωboil: aor inf actἀποβράσαῑ, ἀπό-βράζωboil: aor opt act 3rd sg -
20 ἀποβράσαι
ἀπό-βράσσωshake violently: aor inf actἀποβράσαῑ, ἀπό-βράσσωshake violently: aor opt act 3rd sgἀποβρά̱σᾱͅ, ἀπό-βράζωboil: fut part act fem dat sg (doric)ἀπό-βράζωboil: aor inf actἀποβράσαῑ, ἀπό-βράζωboil: aor opt act 3rd sg
См. также в других словарях:
βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροβράζω — βράζω κάτι μόνο με νερό, χωρίς προσθήκη λαδιού ή άλλης λιπαρής ουσίας … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
περιέψω — Α βράζω καλά, βράζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἔψω «βράζω, μαγειρεύω»] … Dictionary of Greek
σιγοβράζω — Ν 1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά 2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά 3. φρ. «σιγοβράζει το κακό» μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής … Dictionary of Greek
συναναζέω — Α 1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ἀποβράσαι — ἀπό βράσσω shake violently aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράσσω shake violently aor opt act 3rd sg ἀποβρά̱σᾱͅ , ἀπό βράζω boil fut part act fem dat sg (doric) ἀπό βράζω boil aor inf act ἀποβράσαῑ , ἀπό βράζω boil aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσας — ἀποβράσᾱς , ἀπό βράσσω shake violently aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem acc pl (doric) ἀποβρά̱σᾱς , ἀπό βράζω boil fut part act fem gen sg (doric) ἀποβράσᾱς , ἀπό βράζω boil aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβράσῃ — ἀπό βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg ἀπό βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil aor subj mid 2nd sg ἀπό βράζω boil aor subj act 3rd sg ἀπό βράζω boil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)