-
1 Βοώτης
Βοώτηςploughman: masc nom sg -
2 βοώτης
βοώτηςploughman: masc nom sgβοωτέωplough: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 Βοώτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Βοώτης
-
4 βοώτης
II the constellation Boötes, Arat.92; but prob. = the star Ἀρκτοῦρος in Od.5.272. -
5 Βοωτέων
Βοώτηςploughman: masc gen pl (epic ionic) -
6 Βοώτην
Βοώτηςploughman: masc acc sg (attic epic ionic) -
7 Βοώτου
Βοώτηςploughman: masc gen sg -
8 βοωτέων
βοώτηςploughman: masc gen pl (epic ionic)βοωτέωplough: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
9 βοώτου
βοώτηςploughman: masc gen sg -
10 Βοώτα
-
11 Βοῶτα
-
12 βοώτα
-
13 βοῶτα
-
14 ἀστυβοώτης
A crying or calling through the city, epith. of a herald, Il.24.701. (Prop. -βοήτης, [dialect] Ion. [var] contr. -βώτης, by 'distraction' -βοώτης.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστυβοώτης
-
15 Βοωτών
-
16 Βοωτῶν
-
17 Βοώτεω
Βοώτεω̆, Βοώτηςploughman: masc gen sg (epic ionic) -
18 Βοώτη
-
19 Βοώτῃ
-
20 βοωτών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Βοώτης — ploughman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώτης — ploughman masc nom sg βοωτέω plough imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώτης — (Αστρον.). Αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο, γνωστός από τα αρχαία χρόνια, αφού αναφέρεται και στην Οδύσσεια. Ο Ησίοδος στο Έργα και Ημέραι ονομάζει τον Β. «Αρκτοφύλακα». Άλλη ονομασία του αστερισμού είναι Ικάριος. Οι κυριότεροι αστέρες του Β.… … Dictionary of Greek
Βοῶτα — Βοώτης ploughman masc voc sg Βοώτης ploughman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῶτα — βοώτης ploughman masc voc sg βοώτης ploughman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοωτέων — Βοώτης ploughman masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοωτέων — βοώτης ploughman masc gen pl (epic ionic) βοωτέω plough pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοωτῶν — Βοώτης ploughman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοωτῶν — βοώτης ploughman masc gen pl βοωτέω plough pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοώτην — Βοώτης ploughman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοώτου — Βοώτης ploughman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)