-
61 βουλησομένοις
βούλομαιwill: fut part mid masc /neut dat pl -
62 βουλησομένου
βούλομαιwill: fut part mid masc /neut gen sg -
63 βουλησομένους
βούλομαιwill: fut part mid masc acc pl -
64 βουλησόμεθα
βούλομαιwill: fut ind mid 1st pl -
65 βουλησόμενοι
βούλομαιwill: fut part mid masc nom /voc pl -
66 βουλησόμενος
βούλομαιwill: fut part mid masc nom sg -
67 βουλομέναις
βούλομαιwill: pres part mp fem dat pl -
68 βουλομένην
βούλομαιwill: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
69 βουλομένης
βούλομαιwill: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
70 βουλομένοιν
βούλομαιwill: pres part mp masc /neut gen /dat dual -
71 βουλομένοιο
βούλομαιwill: pres part mp masc /neut gen sg (epic) -
72 βουλομένοις
βούλομαιwill: pres part mp masc /neut dat pl -
73 βουλομένοισι
βούλομαιwill: pres part mp masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
74 βουλομένοισιν
βούλομαιwill: pres part mp masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
75 βουλομένου
βούλομαιwill: pres part mp masc /neut gen sg -
76 βουλομένους
βούλομαιwill: pres part mp masc acc pl -
77 βουλοίατο
βούλομαιwill: pres opt mp 3rd pl (epic ionic) -
78 βουλοίμεθα
βούλομαιwill: pres opt mp 1st pl -
79 βουλοίμεσθα
βούλομαιwill: pres opt mp 1st pl -
80 βουλοίμην
βούλομαιwill: pres opt mp 1st sg
См. также в других словарях:
βούλομαι — βούλομαι, βουλήθηκα βλ. πίν. 151 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βούλομαι — will pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… … Dictionary of Greek
Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἔχω πῶς ἐπαινέσω, ψέγειν δ’οὐ βούλομαι. — См. Чего хвалить не умеешь, того не хули … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βούλεσθον — βούλομαι will pres imperat mp 2nd dual βούλομαι will pres ind mp 3rd dual βούλομαι will pres ind mp 2nd dual βούλομαι will imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβούλησθε — βούλομαι will perf imperat mp 2nd pl βούλομαι will perf ind mp 2nd pl βούλομαι will plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλεσθε — βούλομαι will pres imperat mp 2nd pl βούλομαι will pres ind mp 2nd pl βούλομαι will imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλεσθε — βούλομαι will pres imperat mid 2nd pl (epic) βούλομαι will pres ind mid 2nd pl (epic) βούλομαι will imperf ind mid 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβουλημένον — βούλομαι will perf part mp masc acc sg βούλομαι will perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)