-
1 βοεία
βοεία, ἡ, Hom. auch βοέη, eigentl. fem. von βόειος, βόεος, scil. δορά, Rindshaut, meist die abgezogene; Odyss. 20, 142 ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ, 20, 2 ἀδέψητον βοέην, 20, 96. 22, 364 Iliad. 22, 159 βοείην, Iliad. 11, 843. 12, 296 βοείας, 17, 389 ταυροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην; 18, 582 σμερδαλέω δὲ λέοντε δυ' ἐν πρωτῃσι βόεσσιν ταῦρον ἐχέτην· ὁ δὲ μακρὰ μεμυκως ἕλκετο· – τὼ μὲν ἀναρρήξαντε βοὸς μεγάλοιο βοείην ἔγκατα καὶ μέλαν αἷμα λαφύσσετον. Die Schilde waren aus Rindsleder gemacht; daher Iliad. 17, 492 βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι, Schilde. – Riemen aus Rindsleder, H. h. Ap. 487.
-
2 δια-πρό
δια-πρό, durch und auf der andern Seite wieder hinaus oder hervor, durch und durch. Homer oft: Iliad. 4, 138. 5, 66. 281. 538. 7, 260. 12, 184. 404. 13, 388. 607. 647. 14, 494. 15, 342. 16, 309. 821. 17, 393. 518. 579. 20, 276. 21, 164 Odyss. 22, 295. 24, 524; fast in allen diesen Stellen sind Waffen das Hindurchdringende, Theile des menschlichen Leibes oder Schutzwaffen das Durchbohrte; anders Iliad. 17, 893, wo das διαπρό nicht recht deutlich ist: ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ταύροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην λαοῖσιν δώῃ τανύειν, μεϑύουσαν ἀλοιφῇ· δεξάμενοι δ' ἄρα τοί γε διαστάντες τανύουσιν κυκλόσ', ἄφαρ δέ τε ἰκμὰς ἔβη δύνει δέ τ' ἀλοιφὴ πολλῶν ἑλκόντων, τάνυται δέ τε πᾶσα διαπρό· ἃς οἵ γ' ἔνϑα καὶ ἔνϑα κτἑ.; meist ohne casus. mit genitiv. Iliad. 4, 138 διαπρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆς; 5, 281 τῆς δὲ διαπρὸ αἰχμὴ χαλκείη πταμένη ϑώρηκι πελάσϑη; 14, 494 δόρυ δ' ὀφϑαλμοῖο διαπρὸ καὶ διὰ ἰνίου ἦλϑεν. In vielen oder allen Stellen könnte man auch an verba composita denken, z. B. Iliad. 15, 342 διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν an διαπροελαύνω, wenn nur neben so vielen Stellen, in denen διαπρό vom verbum äußerlich getrennt ist, eine einzige sich fände mit einem unzweifelhaften composit. von διαπρό. Vgl. διέκ. διέξειμι, διεξερέομαι, ἀποπρό, ἀποπροαιρέω, ἀποπροΐημι, ἀποπροτέμνω, περιπρό, περιπροχέω. – Theocr. 22, 201; Ap. Rh. 4, 513 u. a. Sp.
-
3 βόειος
A (Apulian vase) is dub.): ([etym.] βοῦς):— of an ox or oxen, esp. of ox-hide,δέρμα βόειον Od.14.24
;βοέοισιν ἱμᾶσιν Il.23.324
;βοείας ἀσπίδας 5.452
;βόεα κρέα Hdt.2.37
, 168;τὰ β. κρέα Pl.R. 338c
;γάλα β. E.Cyc. 218
, Arist.HA 521b33, Dsc.4.83, Porph.Abst.4.17; ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν, of Dionysus, Plu.2.364f: metaph., β. ῥήματα bull-words, Ar.Ra. 924.II [full] βοείη or [full] βοέη (sc. δορή), ἡ, ox-hide,ἀδέψητον βοέην Od.20.2
, 142;βοὸς μεγάλοιο βοείην Il.17.389
; ox-hide shield, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι ib. 492; βοῶν τ' εὖ ποιητάων ([var] contr. for βοέων) 16.636.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий