-
1 βουλ(λ)ώνω
1. μετ.1) ставить, прилагать печать; ставить штемпель, штемпелевать; запечатывать; 2) ставить клеймо, клеймить (скот, товары и т. п.); 3) закупоривать, затыкать (бочку, бутылку); заделывать (дыру); 4) пломбировать (зубы); 5) вырезать (арбуз, дыню);§ έχω να βουλ(λ)ώσω
πολλές τρύπες мне надо заткнуть много дыр;του βούλ(λ)ωσα το στόμα я ему заткнул рот; βυύλ(λ)ωσε το στόμα σου! заткни глотку! (прост.), заткнись! (груб.); 2. αμετ. засоряться -
2 βουλ(λ)ώνω
1. μετ.1) ставить, прилагать печать; ставить штемпель, штемпелевать; запечатывать; 2) ставить клеймо, клеймить (скот, товары и т. п.); 3) закупоривать, затыкать (бочку, бутылку); заделывать (дыру); 4) пломбировать (зубы); 5) вырезать (арбуз, дыню);§ έχω να βουλ(λ)ώσω
πολλές τρύπες мне надо заткнуть много дыр;του βούλ(λ)ωσα το στόμα я ему заткнул рот; βυύλ(λ)ωσε το στόμα σου! заткни глотку! (прост.), заткнись! (груб.); 2. αμετ. засоряться -
3 βουλ(λ)αηήρι(ον)
τό1) печать; перстень с печатью; 2) пробка, затычка -
4 βουλ(λ)αηήρι(ον)
τό1) печать; перстень с печатью; 2) пробка, затычка -
5 βουλ(λ)αηήρι(ον)
τό1) печать; перстень с печатью; 2) пробка, затычка -
6 βουλ(λ)αηήρι(ον)
τό1) печать; перстень с печатью; 2) пробка, затычка -
7 βουλ(λ)οκέρι
το сургуч -
8 βούλ(λ)ωμα
τό1) прикладывание печати, штемпеля; штемпелевание; запечатывание; 2) клеймение (скота, товара и т. п.); 3) закупорка, затыкание (бочки, бутылки); заделывание (дыры); 4) пломбирование (зуба); 5) пробка, затычка; б) пломба (зубная) -
9 βουλ(λ)ωτής
ο тот, кто ставит печать, штемпель, клеймо (тж. о служащем почты) -
10 βουλ(λ)οκέρι
το сургуч -
11 βούλ(λ)ωμα
τό1) прикладывание печати, штемпеля; штемпелевание; запечатывание; 2) клеймение (скота, товара и т. п.); 3) закупорка, затыкание (бочки, бутылки); заделывание (дыры); 4) пломбирование (зуба); 5) пробка, затычка; б) пломба (зубная) -
12 βουλ(λ)ωτής
ο тот, кто ставит печать, штемпель, клеймо (тж. о служащем почты) -
13 βουλαπτερουν
-
14 βουλαρχεω
-
15 βουλαρχος
См. также в других словарях:
βουλ' — βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc/acc dual βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc sg (doric aeolic) βουλαί , βουλή will fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
Aegypius (mythology) — In Greek mythology, Aegypius (Αἰγυπιός), son of Antheus, son of Nomion, a Thessalian, was the lover of Timandre, a widow. Her son, Neophron, resented this relationship, and plotted against it by seducing Bulis (Βοῦλ ις, ιδος), Aegypius mother.… … Wikipedia
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek
πυματηγόρος — ον, Α αυτός που μιλά τελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύματος «έσχατος, τελευταίος» + ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βουλ ηγόρος)] … Dictionary of Greek
Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… … Dictionary of Greek