-
1 βουκολιαζομαι
См. также в других словарях:
βουκολιαξῇ — βουκολιάζομαι sing fut ind mp 2nd sg (doric) βουκολιάζομαι sing fut ind mp 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιάζεο — βουκολιάζομαι sing pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) βουκολιάζομαι sing imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιάζευ — βουκολιάζομαι sing pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) βουκολιάζομαι sing imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιάσδευ — βουκολιάζομαι sing pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) βουκολιάζομαι sing imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιασδώμεσθα — βουκολιάζομαι sing pres subj mp 1st pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιάζω — και βουκολιάζομαι και (δωρ. τ.) βωκολιάσδομαι (Α) συνθέτω και τραγουδώ βουκολικά άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος, κατά τα θεσμοφοριάζω, οργιάζω κ.ά.] … Dictionary of Greek