-
1 θυμοβορεω
-
2 ιωγη
-
3 κυκλοβορεω
-
4 φριξ
ῑκός ἥ1) дрожание, волнение, рябь, зыбьὑπὸ φρικὸς Βορέω Hom. — из поднятых Бореем волн;
ἐχεύατο πόντον ἔπι φ. Hom. — море покрылось зыбью;θάλασσα φρικὴ χαρασσομένη Anth. — подернутое зыбью море2) вставание или стояние дыбомφρικὴ μαλλὸν ὀρθώσας Babr. — ощетинившись
См. также в других словарях:
Βορέω — Βορέας north wind masc gen sg (ionic) Βορέας north wind masc gen sg (attic epic ionic) Βορέης north wind masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορέω — Βορέας north wind masc gen sg (ionic) βοράω eat pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) βοράω eat pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωγή — ἰωγή, ἡ (Α) σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ ἰωγῆ» κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *FıFωγ ή, από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ( Fωγ ) τού ρ. ἄγνυ μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı ). Είναι… … Dictionary of Greek