-
1 βολ-αυγέω
-
2 βολ(λ)εϋ-μπώλ(λ)
το волейбол -
3 βολ(λ)εϋ-μπώλ(λ)
το волейбол -
4 βολ(λ)εϋ-μπώλ(λ)
το волейбол -
5 βολ(λ)εϋ-μπώλ(λ)
το волейбол -
6 βολαυγέω
-
7 βολή
I η1) выстрел; стрельба;η άσφαιρος βολ — холостой выстрел;
η επί σκοπόν βολή — стрельба по цели;
η απόσταση βολής — дальность стрельбы;
με άμεση βολή — прямой наводкой;
εκτός βολής — вне пределов досягаемости;
2) снаряд;3) грохот пушек, канонада; 4) забрасывание сетей βολή2II η1) удобства, комфорт; уют;δεν έχει βολές αυτό το σπίτι — в этом доме нет удобств, нет комфорта;
2) благо, блага;έχει τίς βολές του — он всё имеет, он состоятельный человек;
κάθε δουλειά έχει τη βολή2 της — всякая работа имеет свои преимущества;
3) прорезывание зубов (чаще при выпадании молочных) -
8 μαραυγέω
Grammatical information: v.Meaning: `contract the pupils when exposed to light, be blinded', of the pupils of a cat (Plu.).Derivatives: μαραυγ-ία `flicker, be blinded' (Archyt. ap. Stch. 3, 1), also (- γεια) a fishname (Xenokr.); because of the look(?) (Strömberg Fischnamen 42 f.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expressive compound with 2. member las in χρυσ-, σκι-, βολ-αυγέω and with adj. or verbal 1. member, so either to μαρμάρεος ( μαρμάρεαι αὑγαί Ar. Nu. 187 [lyr.]) or to μαρμαίρω (s. v.) like e.g. εἰλυ-σπάομαι, δνο-παλίζω (s. vv.).Page in Frisk: 2,174Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαραυγέω
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
Ποριώτης — ο, θηλ. Ποριώτισσα 1. ο κάτοικος τού Πόρου ή αυτός που κατάγεται από τον Πόρο 2. ναυτ. (ως προσηγορ.) ποριώτης ο ανάπους ή ο ανάτονος τού παρακατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πόρος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Σαμιώτης — ο, θηλ. Σαμιώτισσα, Ν αυτός που κατοικεί στην Σάμο ή αυτός που κατάγεται από την Σάμο («Σαμιώτισσα, Σαμιώτισσα πότε θα πας στη Σάμο...», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάμος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Σαμοθρακιώτης — θηλ. Σαμοθρακιώτισσα, Ν ο κάτοικος τής νήσου Σαμοθράκης ή αυτός που κατάγεται από την Σαμοθράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαμοθράκη + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Σουλιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κοσμάς. Πολέμησε στη μάχη της Γραβιάς με τον Πανουργιά, και προστάτευσε τους έγκλειστους στο χάνι της Γραβιάς, όταν επιχείρησαν έξοδο τη νύχτα της 8ης Μαΐου του 1821. 2. Κώστας. Οπλαρχηγός από την Πελοπόννησο.… … Dictionary of Greek
Σπετσιώτης — ο, θηλ. Σπετσιώτισσα, Ν ο κάτοικος τών Σπετσών ή αυτός που κατάγεται από τις Σπέτσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπέτσες + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Τριπολιτσιώτης — ο, θηλ. Τριπολιτσιώτισσα, Ν ο κάτοικος της πρωτεύουσας της Αρκαδίας, τής Τρίπολης, ή αυτός που κατάγεται από την Τρίπολη, Τριπολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τριπολιτσά + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Φαληριώτης — ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν ο κάτοικος τού Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά ρθω πάλι... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φάληρο + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Φλωρινιώτης — ο, θηλ. Φλωρινιώτισσα, Ν ο κάτοικος τής Φλώρινας ή αυτός που κατάγεται από τη Φλώρινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλώρινα + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek