-
1 κνημις
1) кнемида, поножа, наголенник(ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.; ὀρειχάλκοιο Hes.)
2) pl. обмотки3) обод (по друг. спица) колеса Diod. -
2 ραπτω
(impf. ἔρραπτον - эп. ἔραπτον и ῥάπτον, fut. ῥάψω, aor. ἔρραψα - эп. ῥάψα; pass.: aor. 2 ἐρράφην с ᾰ, pf. ἔρραμμαι)1) шить, сшивать(βοείας Hom.)
ῥάπτεσθαί τινί τι Arph. — собственноручно сшить кому-л. что-л.;τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Her. — сшил эту обувь ты, а надел (ее) Аристагор, т.е. затеял это ты, а осуществил Аристагор2) зашивать, вшивать(τι εἴς τι Eur.)
3) слагать, сочинять(ἀοιδήν Hes.)
4) затевать, замышлять, подстраивать(φόνον ἐπί τινι Her.; μόρον τινί Eur.)
-
3 υποχεω
1) подливать, наливать(ὀκτὼ κυάθους Men.)
2) med. подмешивать(ὑποχέεσθαι τινί τι Plut.)
ἀπιστίη πολλέ ὑπεκέχυτο τοῖσι παρεοῦσι Her. — сильное недоверие охватило присутствующих3) подсыпать, насыпать(ῥῶπας Hom.; φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί Her.)
4) подстилать(βοείας Hom.)
5) pass. расстилаться, простираться(ὅ ἀέρ ὑποκέχυται Arst.)
См. также в других словарях:
βοείας — βοείᾱς , βόειος of an ox fem acc pl βοείᾱς , βόειος of an ox fem gen sg (attic doric aeolic) βοείᾱς , βοείη of an ox fem acc pl βοείᾱς , βοείη of an ox fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
ραπτός — ή, ό / ῥαπτός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραφτός, ή, ό, Ν [ῥάπτω/ ράβω] ραμμένος, ενωμένος με ραφή (α. «ραφτά παπούτσια» β. «περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῑδας ῥαπτὰς δέδετο», Ομ. Οδ.)·)| αρχ. 1. (για υφάσματα) στολισμένος με πρόσθετα στολίδια με το βελονάκι 2 … Dictionary of Greek