-
1 βοήθημα
βοήθημα, τό, Hülfe, Beistand, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 16; πρὸς τὴν μάχην Pol. 1, 22; Sp.; Arznei, Medic. u. Plut.
-
2 βοηθημα
- ατος τό1) помощь, поддержка(Arst.; πρὸς τέν μάχην Polyb.)
2) средство, способ3) лечебное средство, лекарство Plut., Diod. -
3 βοήθημα
βοήθημαresource: neut nom /voc /acc sg -
4 βοήθημα
βοήθημα, Hilfe, Beistand; Arznei -
5 βοήθημα
-
6 βοήθημα
A resource, Arist.Rh. 1405a7 (pl.); assistance,πρὸς τὴν μάχην Plb.1.22.3
: in pl., succours,τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήθημα
-
7 βοήθημα
yardım -
8 βοήθημα
aidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βοήθημα
-
9 παρα-βοήθημα
παρα-βοήθημα, τό, Hülfsmittel wobei, Sp.
-
10 βοήθημ'
βοήθημα, βοήθημαresource: neut nom /voc /acc sg -
11 βοηθημάτων
βοήθημαresource: neut gen pl -
12 βοηθήμασι
βοήθημαresource: neut dat pl -
13 βοηθήμασιν
βοήθημαresource: neut dat pl -
14 βοηθήματα
βοήθημαresource: neut nom /voc /acc pl -
15 βοηθήματι
βοήθημαresource: neut dat sg -
16 βοηθήματος
βοήθημαresource: neut gen sg -
17 пособие
1. (деньги, даваемые в помощь кому-л) η βοήθεια, το βοήθημα, το επίδομα, η επιδότηση, η αρωγή 2. (учебная книга, прибор, которыми пользуются при обучении чему-л.) το εγχειρίδιο, το διδακτικό βοήθημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пособие
-
18 пособие
пособие с 1) (материальное) το βοήθημα, η ενίσχυση 2): наглядные \пособиея τα εποπτικά μέσα (или αντικείμενα) 3) (учебник) η μέθοδος* * *с1) ( материальное) το βοήθημα, η ενίσχυση2)нагля́дные посо́бия — τα εποπτικά μέσα ( или αντικείμενα)
3) ( учебник) η μέθοδος -
19 пособие
пособи||ес1. τό ἐπίδομα, ἡ ἐπιχορτΗ γηση [-ις], τό βοήθημα·2. (учебное) тб? ἐγχειρίδιο[ν], τό βοήθημα:наглядные \пособиеψ τά ἐποπτικά μέσα -
20 голодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. πεινασμένος, νηστικός•очень голодный πειναλέος•
-ая собака πεινασμένο σκυλί•
быть -ден είμαι πεινασμένος, πεινώ•
-ая смерть θάνατος από την πείνα•
-ые боли νυγμοί του στομάχου από την πείνα.
2. άφορος, άγονος, άκαρπος•голодный год άκαρπος χρόνος•
голодный край άγονη περιοχή, φτωχότοπος.
3. φτωχικός, πενιχρός, λιτός, γλίσχρος•голодный обед φτωχικό φαγητό•
голодный паек πενιχρό βοήθημα τροφής, βοήθημα πείνας.
См. также в других словарях:
βοήθημα — resource neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθημα — το (AM βοήθημα) [βοηθώ] νεοελλ. 1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια 2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής αρχ. μσν. φάρμακο αρχ. καταφύγιο … Dictionary of Greek
βοήθημα — το 1. αυτό που δίνουμε για βοήθεια: Παίρνει ένα βοήθημα από την Πρόνοια. 2. σύγγραμμα από το οποίο αντλεί κάποιος στοιχεία, για να κάνει δική του εργασία: Για να δουλέψω, μου χρειάζονται πολλά βοηθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοήθημ' — βοήθημα , βοήθημα resource neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθημάτων — βοήθημα resource neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήμασι — βοήθημα resource neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήμασιν — βοήθημα resource neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματα — βοήθημα resource neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματι — βοήθημα resource neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματος — βοήθημα resource neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφυγή — η, ΝΜΑ [προσφεύγω] καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας νεοελλ. 1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο… … Dictionary of Greek