-
21 выручка
-и θ.1. βοήθεια.2. το κέρδος, έσοδο από την πώληση.3. το συρτάρι των εισπράξεων, μπεζαχτάς.εκφρ.на -у (прийти – κ.τ.τ.) σε βοήθεια (αρωγή) έρχομαι. -
22 караул
-а α.1. φρουρά, οι φύλακες•приставить караул εγκατασταίνω φρουρά•
сменить » αλλάζω τη φρουρά•
усилить караул ενισχύω τη φρουρά•
принять караул παραλαβαίνω τη φρουρά (τα καθήκοντα)•
заступать в караул αναλαβαίνω τα καθήκοντα, της φρουράς.
2. παλ. σκοπιά, φυλάκιο φρουράς.3. ωςεπιφ. βοήθεια!εκφρ.почётный караул – τιμητική φρουρά•быть (стоить) в -е ή на -е – είμαι φρουρά, φρουρώ•взять ή сделать на - – παρουσιάζω όπλα•взять ή посадить под караул – βάζω υπο φρούρηση•быть под -ом – είμαι φρουμούμενος, φρουρούμαι•держить под -ом – κρατώ υπο φρούρηση (υπό κράτηση)•хоть караул кричи – στην ανάγκη φώνωξε «βοήθεια!. -
23 пособие
-я ουδ.1. παλ. βοήθεια•при -ии брата με τη βοήθεια του αδερφού.
2. βοήθημα, επίδομα, επιχορήγημα.3. εγχειρίδιο(βιβλίο). || μέσο•наглядное пособие εποπτικό μέσο.
-
24 буер
το παγόπλοιο, το πλοιάριο που κινήται με την βοήθεια ιστίων επί πάγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буер
-
25 медицинский
ιατρικ/ός- ая сестра η νοσοκόμα, η αδελφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > медицинский
-
26 поддерживать
1. (служить опорой) (υπο)στηρίζω 2. (процесс, работу) συντηρώ 3. (оказывать помощь, содействовать в чём-л.) παρέχω βοήθεια, συμπαραστέκομαι, συνδράμω 4. (не дать прекратиться, приостановиться или нарушиться чему-л.) ενισχύω, διατηρώ, κρατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поддерживать
-
27 поддержка
1. (опора) το στήριγμα, το έρεισμα 2. (помощь, содействие) η υποστήριξη, η βοήθεια, η αρωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поддержка
-
28 помощь
1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξηпредлагать - προτείνω/προσφέρω τη -2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь
-
29 пособие
1. (деньги, даваемые в помощь кому-л) η βοήθεια, το βοήθημα, το επίδομα, η επιδότηση, η αρωγή 2. (учебная книга, прибор, которыми пользуются при обучении чему-л.) το εγχειρίδιο, το διδακτικό βοήθημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пособие
-
30 прокачивать
μεταγγίζω (με τη βοήθεια της αντλίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокачивать
-
31 содействие
η συμβολή, η βοήθειαη αρωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > содействие
-
32 врачебный
врачебн||ыйприл ἱατρικός:\врачебныйая помощь ἡ ίατρική βοήθεια· \врачебныйая практика ἡ ἱατρική ἐξάσκηση. -
33 запоздалый
запозда||лыйприл καθυστερημένος, ἀργοπορημένος:\запоздалыйлое развитие ἡ καθυστερημένη ἀνάπτυξη· \запоздалыйлая помощь ἡ ἀργοπορημένη (или ἡ καθυστερημένη) βοήθεια. -
34 звать
зватьнесов1. (позвать) καλώ, φωνά· ζω:\звать на помощь καλώ (или φωνάζω) σέ βοήθεια·2. (приглашать) προσκαλώ·3. (называть):\звать по и́мени φωνάζω μέ ὀνομα· как вас зову́т? πῶς σας λενε; πῶς ὁνομάζεστε; -
35 искать
искатьнесов1. ἐρευνῶ, ψάχνω, γυρεύω, ἀναζητῶ:\искать повсюду γυρεύω παντού·2. (стараться получить) ψάχνω νά βρω, ἀναζητώ, ζητῶ νά βρῶ:\искать работу ψάχνω νά βρῶ δουλειά· \искать помощи ζητώ νά βρω βοήθεια· \искать повода ψάχνω νά βρω πρόφαση· \искать случая ψάχνω νά βρῶ εὐκαιρία· ◊ \искать глазами ψάχνω μέ τό βλέμμα. -
36 кричать
кричатьнесов φωνάζω, κραυγάζω, ξεφωνίζω:громко \кричать φωνάζω δυνατά· \кричать во все горло разг ξελαρυγγίζομαν ◊ \кричать караул καλῶ βοήθεια. -
37 материальный
материальн||ыйприл1. οἰκονομικός:\материальныйое положение ἡ οἰκονομική κατάσταση [-ις]· \материальныйая помощь ἡ χρηματική βοήθεια· \материальныйая зависимость ἡ οἰκονομική ἐξάρτηση· \материальныйые условия οἱ συνθήκες τής ὑλικής ζωής· испытывать \материальныйые затруднения δοκιμάζω οίκονομικές δυσκολίες·2. филос. ὑλικός:\материальныйый мир ὁ ὑλικός κόσμος· ◊ \материальныйая часть тех. τό ὑλικόν, ἡ σκευή. -
38 медицинский
медицин||скийприл ἱατρικός:\медицинскийская помощь ἡ ἱατρική βοήθεια· \медицинскийское свидетельство ἡ ἱατρική γνωμάτευση, τό πιστοποιητικό γιατροῦ· \медицинскийская сестра ἡ νοσοκόμα, ἡ ἀδελφή. -
39 наделяться
наделятьсянесов1. ἐλπίζω:я \наделятьсяюсь, что... ἐλπίζω νά.., ἐλπίζω πώς...· я \наделятьсяюсь на успех ἐλπίζω νά ἐπιτύχω·2. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζω τίς ἐλπίδες:я на тебя \наделятьсяюсь στηρίζω τίς ἐλπίδες μου σέ σένα· \наделяться на помощь ἐλπίζω στή βοήθεια· \наделяться на дру́га βασίζομαι στον φίλο μου. -
40 обращаться
обращать||ся1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:\обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:\обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:\обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια
См. также в других словарях:
βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — help fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… … Dictionary of Greek
βοήθεια — η 1. αρωγή, συνδρομή, ενίσχυση: Στις μέρες μας, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι απαραίτητη. 2. η ελεημοσύνη ή η αρωγή σε είδος: Έδωσα μια μικρή βοήθεια στο ζητιάνο έξω από την εκκλησία. 3. ως επιφ.: Βοήθεια! τρέξτε να με σώσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαις — βοήθεια help fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)