-
1 βλέπω
görmek, bakmak, seyretmek
См. также в других словарях:
βλέπω — see pres subj act 1st sg βλέπω see pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπω — βλέπω, είδα βλ. πίν. 110 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
βλέπω — είδα (να δω, δες και ιδές), ειδώθηκα, ιδωμένος 1. παρατηρώ, κοιτάζω: Βλέπω ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Τώρα βλέπω πόσο δίκιο είχε. 3. προσέχω, φυλάγω: Να βλέπεις το παιδί,ώσπου να γυρίσουμε. 4. είμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλέπω — βλέπω* … Dictionary of Greek
βλέπον — βλέπω see pres part act masc voc sg βλέπω see pres part act neut nom/voc/acc sg βλέπω see imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βλέπω see imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπετε — βλέπω see pres imperat act 2nd pl βλέπω see pres ind act 2nd pl βλέπω see imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπῃ — βλέπω see pres subj mp 2nd sg βλέπω see pres ind mp 2nd sg βλέπω see pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέψαι — βλέπω see aor imperat mid 2nd sg βλέπω see aor inf act βλέψαῑ , βλέπω see aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέψῃ — βλέπω see aor subj mid 2nd sg βλέπω see aor subj act 3rd sg βλέπω see fut ind mid 2nd sg βλέψηι , βλέψις act of sight fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγελοβλέπω — βλέπω τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βλέπω. ΠΑΡ. αγγελοβλεπούσα] … Dictionary of Greek