-
1 βλοσυρ-ῶπις
βλοσυρ-ῶπις, ιδος, fem. zum vorigen, Hom. einmal, Iliad. 11, 36 von einem Schilde τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργὼ βλοσυρῶπις ἐστεφάνωτο δεινὸν δερκομένη, περὶ δὲ δεῖμός τε φόβος τε: hier scheint, nach Homerischer Art, durch δεινὸν δερκομένη das βλοσυρῶπις erklärt zu werden; – αἰγίς Man. 6, 202.
-
2 βλοσυρῶπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλοσυρῶπις
-
3 βλοσυρῶπις
βλοσυρ-ῶπις (ὤψ): with ferocious looks, epith. of the Gorgon, Il. 11.36†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βλοσυρῶπις
-
4 βλοσυρῶπις
-
5 βλοσυρωπις
См. также в других словарях:
-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις … Dictionary of Greek
λυσσώπις — λυσσῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ ώπις, γλαυκ ώπις] … Dictionary of Greek
gʷl̥ tur(os) — gʷl̥ tur(os) English meaning: vulture Deutsche Übersetzung: “Geier” Grammatical information: m. Material: Gk. *βλοσυρός (with Eol. λο for λα) “ vulture”, Hom. βλοσυρ ώπις “geieräugig”, hence adj. βλοσυρός “with furchtbaren… … Proto-Indo-European etymological dictionary
βλοσυρώπης — βλοσυρώπης, ο (θηλ. ρῶπις, ιδος, η) (Α) αυτός που έχει βλοσυρή έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. βλοσυρώπης αποτελεί μτγν. τ. του ομηρ. θηλ. βλοσυρώπις, λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού») < (θ.) βλοσυρ… … Dictionary of Greek