-
1 βιαω
1) с силой толкать; pass. вырываться, прорываться(πῦρ ἔκ τινος βεβιημένος Anth.)
2) med. с силой швырять, выкидывать(τινα ἐπὴ χέρσου Hom.)
3) нападать, настигать, постигать(ἄχος βεβίηκέ τινα Hom.; θανάτῳ βιηθεὴς ἢ νούσῳ Her.)
ἀνέμῳ βιώμενος Her. — подхваченный ветром4) med. чинить насилия, грабить(τινα Hom.)
β. τινα μισθόν Hom. — присвоить себе чьё-л. вознаграждение5) med. теснить (в бою), одолевать(τινα Hom.)
ψεύδεσσι βιησάμενός τινα Hom. — перехитрив кого-л.6) med. насиловать(παρθένον Her.)
7) med. губить; перен. помрачать(πάρφασις τὸ λαμπρὸν βιᾶται Pind.)
8) med. с силой увлекать, непреодолимо тянуть(βιᾶται ἁ τάλαινα πειθώ Aesch.)
См. также в других словарях:
βιαταί — βιᾱταί , βιατης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιᾶται — βιάω constrain pres subj mp 3rd sg βιάω constrain pres ind mp 3rd sg βιάζω constrain fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοβαρώ — οἰνοβαρῶ, έω (Α) [οινοβαρής] έχω βαρύνει από το πολύ κρασί, είμαι μεθυσμένος, πιωμένος («οἰνοβαρέω κεφαλήν... καί με βιᾱται οἶνος», Θέογν.) … Dictionary of Greek
πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek