Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βιᾶται

См. также в других словарях:

  • βιαταί — βιᾱταί , βιατης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιᾶται — βιάω constrain pres subj mp 3rd sg βιάω constrain pres ind mp 3rd sg βιάζω constrain fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινοβαρώ — οἰνοβαρῶ, έω (Α) [οινοβαρής] έχω βαρύνει από το πολύ κρασί, είμαι μεθυσμένος, πιωμένος («οἰνοβαρέω κεφαλήν... καί με βιᾱται οἶνος», Θέογν.) …   Dictionary of Greek

  • πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»