-
1 βιομηχανική
cтопанcкаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βιομηχανική
-
2 производств^
производств^с1. (изготовление) ἡ παραγωγή, ἡ κατασκευή:орудия \производств^а τά ἐργαλεία παραγωγής· средства \производств^а эк. τά μέσα παραγωγής· способ \производств^а ὁ τρόπος παραγωγής· промышленное \производств^ ἡ βιομηχανική παραγωγή· серийное \производств^ ἡ μαζική βιομηχανική παραγωγή· \производств^ зерна ἡ σιτοπαραγωγή, ἡ παραγωγή σιτηρών2. (выполнение) ἡ ἐκτέλεση [-ις], ἡ διεξαγωγή:\производств^ опытов ἡ ἐκτέλεση πειραμάτων3. (предприятие) τό ἐργοστάσιο[ν], ἡ βιομηχανική ἐπιχείρηση. -
3 промышленный
επ.βιομηχανικός•-ое предприятие βιομηχανική επιχείρηση•
промышленный центр βιομηχανικό κέντροпромышленныйая страна βιομηχανική χώρα•
промышленный район βιομηχανική περιοχή.
-
4 древесина
η ξυλείαпропитывать - у διαποτίζω/εμποτίζω την -балансовая - см. балансыделовая - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -- για ξύλα-камернойсушки - από ξήρανση σε φούρνο/κλίβανο«άψητη»-товарная - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > древесина
-
5 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
6 выставка
выставка ж η έκθεση промышленная (сельскохозяйственная) \выставка η βιομηχανική ( αγροτική) έκθεση* * *жη έκθεσηпромы́шленная (сельскохозя́йственная) вы́ставка — η βιομηχανική (αγροτική) έκθεση
-
7 фабричный
фабри́чн||ый1. прил τής φάμπρικας, ἐργοστασιακός, τοῦ ἐργοστασίου:\фабричныйая марка ἡ ἐργοστασιακή μάρκα, τό σήμα τοῦ ἐργοστασίου· \фабричный гудок ἡ σειρήνα (или σφυρίχτρα) ἐργοστασίου·2. прил (промышленный) βιομηχανικός:\фабричный город ἡ βιομηχανική πόλις· \фабричныйое производство ἡ βιομηχανική παραγωγή· \фабричныйым способом βιομηχανικά [-ῶς]·3. м уст. ὁ ἐργάτης τής φάμπρικας. -
8 βιομηχανικός
η, ό[ν] промышленный, индустриальный;βιομηχανική επιχείρηση — промышленное предприятие;
βιομηχανικό συγκρότημα — промышленный комплекс;
βιομηχανική τράπεζα — промышленный банк;
βιομηχανικός εξοπλισμός — промышленное оборудование;
βιομηχανικά προϊόντα — промышленные товары
-
9 бум
эк. το μπουμ, η ξαφνική άνοδος (π.χ. βιομηχανική, οικονομική, εμπορική).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бум
-
10 водоснабжение
η υδροδότηση, η ύδρευσηгорячее - η παροχή θερμού ύδατος/νε-ρούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водоснабжение
-
11 газификация
1. (снабжение газом) η εξασφάλιση παροχής αερίου 2. (превращение твёрдого или жизкого топлива в газ) η αεριοποίηση, η εξαερίωσηподземная - υπόγεια -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газификация
-
12 гамма-дефектоскопия
η (βιομηχανική) εξέταση με ακτίνες γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-дефектоскопия
-
13 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
14 загрязнение
1. (действие) η ρύπανσ/η, η μόλυνσηконтроль над - ем окружающей среды έλεγχος κατά της - ης του περιβάλλοντος2. (при-месь) о ρύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнение
-
15 законодательство
η νομοθεσίαгражданское - αστική «международное - διεθνής -, το διεθνές δίκαιοморское - ναυτική -, το ναυτικό δίκαιοтрудовое - εργατική -, το εργατικό δίκαιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > законодательство
-
16 катализ
хим. η κατάλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катализ
-
17 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
18 облучатель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облучатель
-
19 операция
1. (мат) η πράξη- ИЛИ η πράξη/το σύμβολο της διάζευξης (OR)2. тех. η εργασία, η τεχνολογική πράξηпроизводственная - παραγωγική -, βιομηχανική -3. (совокупность действий) ηεπιχείρηση 4. фин. ησυναλλαγή, η πράξη 5. мед. η εγχείρηση, ηχειρουργική επέμβασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > операция
-
20 печь
I. 1. тех. η κάμιν/ος, ο κλίβανος, η εστίαвращающаяся - περιστροφική -, ο περιστροφικός/περιστρεφόμενος κλίβανοςкирпичеобжигательная - см. - для обжига кирпича колпаковая - τύπου κώδωναмусоросжигательная - αποτέφρωσης/καύσης των απορριμμάτωνрегенеративная - αναγέννησης, αναζωογόνησης- τήξης2. (для выпечки хлеба, приготовления горячей пищи) о φούρνος хлебопекарная - αρτοποιίας 3 (для отопления помещений) η θερμάστρα, η εστία, разг. η σόμπα II.(приготовлять пищу сухим нагреванием на жару) ψήνω пешеход ο πεζός, ο/η πεζοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > печь
См. также в других словарях:
Βιομηχανική επανάσταση — Βλ. λ. βιομηχανία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
υψικάμινος — Βιομηχανική εγκατάσταση συνεχούς λειτουργίας για την παραγωγή χυτοσίδηρου από τα σιδηρούχα ορυκτά και γενικά από τα οξειδωμένα υπόλοιπα μεταλλικών κατασκευών διαφορετικής προέλευσης. Οι πρώτες υ. κατασκευάστηκαν στην Ευρώπη γύρω στο 1200, όταν η… … Dictionary of Greek
σιλό — Βιομηχανική κατασκευή κυρίως από σκυρόδεμα, προορισμένη για εναποθήκευση δημητριακών, χημικών προϊόντων, μεταλλευμάτων κ.ά. προϊόντων, απόλυτα προφυλαγμένων από τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν και σ. τα οποία είναι κατασκευασμένα κατά τρόπο ικανό … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek