-
1 Βήλος
-
2 Βῆλος
-
3 βηλός
βηλόςthreshold: masc nom sg -
4 βηλός
-
5 βηλός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βηλός
-
6 βηλός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βηλός
-
7 Βήλοιο
Βῆλοςmasc gen sg (epic) -
8 Βήλοις
Βῆλοςmasc dat pl -
9 Βήλου
Βῆλοςmasc gen sg -
10 Βήλους
Βῆλοςmasc acc pl -
11 Βήλων
Βῆλοςmasc gen pl -
12 βηλόν
βηλόςthreshold: masc acc sg -
13 βῆμα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βῆμα
-
14 Βήλον
-
15 Βῆλον
-
16 Βήλω
-
17 Βήλῳ
-
18 Βήλωι
Βήλῳ, Βῆλοςmasc dat sg -
19 βαλού
-
20 βαλοῦ
См. также в других словарях:
βηλός — threshold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῆλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηλός — Εξελληνισμένος τύπος της σημιτικής λέξης Βάαλ Βηλ,που σημαίνει (όπως στα ελληνικά η λέξη Κρέων) τον κύριο, τον δεσπότη. Ως Β. φέρεται και ένας αρχαίος βασιλιάς των Ασσυρίων. Το ίδιο όνομα αποδίδεται επίσης στον πατέρα της Διδούς, στον πατέρα του… … Dictionary of Greek
βηλοῦ — βηλός threshold masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηλῷ — βηλός threshold masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηλόν — βηλός threshold masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῆλον — Βῆλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βήλοιο — Βῆλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βήλοις — Βῆλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βήλου — Βῆλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βήλους — Βῆλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)