-
1 βελό-στασις
βελό-στασις, ἡ, dasselbe, Pol. 9, 41 D. Sic. 20, 85, Batterie. Auch Wurfmaschine, LXX.
-
2 βελόστασις
βελό-στασις, Ort zur Aufstellung der Wurfmaschinen, Batterie; Wurfmaschine
См. также в других словарях:
ιπποστασία — ἱπποστασία, ἡ (Μ) ιπποστάσιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε στασία, αρχικά, παρήχθησαν από στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το στάσις (πρβλ. βελο στασία, βου στασία)] … Dictionary of Greek