-
1 δι-είρω
δι-είρω, 1) durchreihen, durchstecken; διειρκότες (v. l. διῃρκότες) τὰς χεῖρας διὰ τῶν κανδύων Xen. Cyr. 8, 3, 10; διὰ τῶν ὀδόντων τοὺς δακτύλους Luc. Tox. 43; Pherecyd. bei Ael. V. H. 4, 28; εἰς τὸ ποτήριον τοὺς δακτύλους διείρειν ἑκατέρωϑεν Ath. XI, 468 c, u. a. Sp.; ὥςπερ βελόνας διείρουσι, einfädeln, Ausdruck, den Dem. gebraucht hatte, getadelt von Aesch. 3, 166. – 2) an einander reihen, λόγος διειρόμενος Dion. Hal. C. V. 26. Vgl. εἴρω.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий