-
1 βεβρωσομαι
-
2 βιβρωσκω
1) есть, поедать, пожирать(τι Hom., Soph., Her. и τινός Hom., Arph., Theocr.)
2) проедать, расточать(χρήματα βεβρώσεται Hom.)
См. также в других словарях:
βεβρώσομαι — βιβρώσκω eat futperf ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)