1 βεβαμεν
Древнегреческо-русский словарь > βεβαμεν
βεβάμεν — βαίνω walk perf inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέβαμεν — βαίνω walk perf ind act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)