-
101 выпускать
выпускатьнесов1. ἀφήνω, ἀφήνω νά βγῆ, ἀπολύω, ἀμολλάω/ χύνω (жидкость)! βγάζω (воздух):\выпускать на свободу ἀφήνω ἐλεύθερο·2. (учеников, специалистов) προετοιμάζω, ἐκπαιδεύω, ἐτοιμάζω·3. (из текста) ἀφαιρώ, παραλείπω·4. эк. ἐκδίδω (заем и т. ἡ.)/ παράγω, κατασκευάζω (тозары, продукцию):\выпускать деньги ἐκδίδω χαρτονομίσματά \выпускать товары на рынок βγάζω ἐμπορεύματα στήν ἀγορά·5. (из печати) δημοσιεύω, ἐκδίδω·6. (удлинять) μακραίνω, ἐπιμηκύνω· ◊ \выпускать из виду ἀφήνω νά μοῦ διαφύγει κάτι, λησμονώ, ξεχνώ. -
102 вытаскивать
вытаскиватьнесов1. (выносить) βγάζω ἔξω, ἐξάγω·2. (выдергивать) ἀποσπῶ, ξεριζώνω, βγάζω, ἀρπάζω·3. (красть) κλέβω, σουφρώνω. -
103 выцарапать
выцарапатьсов, выцарапывать несов разг1. (нацарапать) γρατσουνίζω·2. (ногтями) γδέρνω μέ τά νύχια, βγάζω, ξεριζώνω:\выцарапать кому-л. глаза βγάζω κάποιου τά μάτια·3. (добывать) разг κατορθώνω κάτι (μέ δυσκολία). -
104 вышибать
вышибатьнесов, вышибить сов разг1. σπάζω, διαρρηγνύω:\вышибать из рук ρίπτω κάτω, ρίχνω (πετῶ или κάνω) νά πέσει ἀπό τά χέρια (ἄλλου)· \вышибать дно ξεπατώνω, βγάζω τόν πάτο·2. (выгонять) πετῶ, βγάζω ἔξω. -
105 горло
горл||ос ὁ λαιμός, τό λαρύγγι:дыхательное \горло ἡ τραχεία (αρτηρία)· першит в \горлое κάτι μοῦ γαργαλάει τό λαιμό· в \горлое пересохло στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό λαρύγγι μου· ◊ (кричать) во все \горло разг βγάζω τό λαιμό μου, ξελαρυγγίζομαι, βγάζω τά πνευμόνια μου· я занят по \горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά· промочить \горло разг βρέχω τό λαρύγγι· стать поперек \горлоа кому́-л. κάθομαι στό λαιμό κάποιου· быть сытым по \горло разг ἔχω βαρεθεί κάτι, χορταίνω μέ τό παραπάνω· взять за \горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό· пристать с но́-жо́м к \горлоу βάζω τό μαχαίρι στό λαιμό. -
106 делать
дела||тьнесов1. (действовать) κά(μ)-νω, ἐνεργῶ, πράττω:что нам \делать? τί νά κάνουμε;· не говорить надо, а \делать δέν χρειάζονται λόγια, χρειάζονται ἔργα· \делать по-своему κά(μ)νω ὀπως θέλω·2. (производить) κά(μ)νω, ποιῶ, κατασκευάζω, φτιάνω·3. (εοβ«ρωα/ηί>)κά(μ)νω:\делать попытку κά(μ)νω ἀπόπειρα, ἀποπειρωμαι· \делать поку́пки κά(μ)νω ψώνια, ψωνίζω· \делать ошибки κά(μ)νω λάθη· \делать доклад κά(μ)νω είσ-ήγηση· \делать объявление βγάζω ἀνακοίνωση, κά(μ)νω ἀγγελία· ◊ \делать вывод βγάζω τό συμπέρασμα, συμπεραίνω· \делать вид, что... κά(μ)νω πώς..., προσποιούμαι ὅτι...·\делать возможным καθιστώ δυνατό· нечего \делать δέν γίνεται τίποτε· от нечего \делать γιά νά περνάει ἡ ὠρα·\делать счастливым кого́-л. κά(μ)-νω (или καθιστώ) εὐτυχή· \делать честь кому-л. τιμάω, περιποιῶ τιμήν \делать пятьдесят километров в час διανύω πενήντα χιλιόμετρα τήν ὠρα· \делать крюк κά(μ)νω γϋρο, κά(μ)νω κύκλο· \делать выбор διαλέγω, κά(μ)νω ἐκλογή· \делать выговор τιμωρώ μέ μομφή· что \делать! τί νά κά(μ)νω!, τί νά κάνουμε!. -
107 доставать
доста||ва́тьнесов1. (до чего-α.) φτάνω, ἀγγίζω, πιάνω:\доставать до потолка φτάνω ὡς τό ταβάνι· \доставать до дна ἀγγίζω τόν πάτο·2. (вынимать) βγάζω, παίρνω:\доставать из портфе́ля βγάζω ἀπό τό χαρτοφύλακα·3. (приобретать, добывать) βρίσκω, προμηθεύομαι, πορίζομαι:\доставать материа́л для постройки προμηθεύομαι ὑλικά γιά τό χτίσιμο· \доставать билет в театр βρίσκω είσιτήριο γιά τό θέατρο·4. безл (быть достаточным) φτάνει, ἐπαρκεί:не \доставать δέν φτάνει, δέν ἐπαρκεί· \доставатьваться1. (выпадать на долю) τυχαίνω, λαχαίνω·2. безл разг:ему́ часто \доставатьется от матери τίς ἀρπάζει συχνά ἀπό τή μητέρα του, τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τή μητέρα του. -
108 замывать
замыватьнесов βγάζω, ξεπλύνω, ἐξαλείφω:\замывать пятио βγάζω τό λεκέ. -
109 зарабатывать
зарабатыватьнесов βγάζω λεφτά, κερδίζω:\зарабатывать себе на жизнь βγάζω (или κερδίζω) τό ψωμί μου. -
110 зачерпнуть
зачерпнутьсов, зачерпывать несов ἀντλώ, βγάζω, παίρνω:\зачерпнуть воды из колодца βγάζω νερό ἀπ' τό πηγάδι· \зачерпнуть ложкой παίρνω μέ τό κουτάλι. -
111 извлекалъ
извл||екалънесов в разн. знач. βγάζω, ἐξάγω:\извлекалъ пользу из чего́-л. βγάζω ὀφελος ἀπό κάτι. -
112 накипь
накипьж1. (пена) ὁ ἀφρός:снять \накипь ἐξαφρίζω, βγάζω τόν ἀφρό·2. (осадок) τό κατακάθι, τό καταστάλαγμα:очищать \накипь καθαρίζω, βγάζω τό κατακάθι. -
113 наружу
наружунареч ἔξω:выносить \наружу βγάζω ἔξω· выставлять \наружу перен φέρνω σέ φῶς, ἀποκαλύπτω, βγάζω στή φόρα -
114 обелить
обелитьсов, обелять несов (оправдывать) ἀθωώνω, βγάζω ἀθώο, βγάζω λάδι. -
115 обнажать
обнаж||атьнесов1. (ἀπο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω:\обнажать голову βγάζω τό καπέλλο μου, μένω ἀσκεπής· ветер \обнажатьйл деревья ὁ ἄνεμος ξεγύμνωσε τά δένδρα·2. (делать видимым, доступным) ἀποκαλύπτω, ἀφήνω ἀκάλυπτο:\обнажать саблю ξεσπαθώνω, τραβώ τό σπαθί μου· \обнажать нерв ἀποκαλύπτω τό νεΰρο[ν]· \обнажать фланги воен. ἀφήνω ἀκάλυπτα τά πλευρά·3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτω, βγάζω στά φανερά:\обнажать противоречия ἀποκαλύπτω τίς ἀντιθέσεις. -
116 осиливать
осиливатьнесов, осилить сов разг1. (побороть) καταβάλλω·2. (преодолеть) ὑπερνικώ, ξεπερνώ, τά βγάζω πέρα:\осиливать геометрию τά βγάζω πέρα μέ τήν γεωμετρία. -
117 откалывать
откалыватьнесов1. (отламывать) ἀποσπῶ, σπάζω/ σχίζω (щепку и т. п.):\откалывать кусок сахару σπάζω ἕνα κομμάτι· ζάχαρη·2. (брошь и т. п.) ξεκαρφιτσώ-νω, ξεκαρφώνω, βγάζω:\откалывать булавку βγάζω τήν καρφίτσα· ◊ \откалывать штуку разг σκαρώνω κάτι. -
118 отсыпать
отсыпатьсов, отсыпать несов1. (насыпать) χύνω, ρίχνω:\отсыпать муки́ в мешо́к ρίχνω στό τσουβάλι ἀλεύρι·2. (убавлять) βγάζω:\отсыпать муки́ из мешка βγάζω ἀλεύρι ἀπό τό τσουβάλι. -
119 прогуливать
прогуливатьнесов1. (кого-л.) βγάζω περίπατο κάποιον:\прогуливать собаку βγάζω περίπατο τό σκυλί·2. (пропускать) разг ἀπουσιάζω ἀδικαιολόγητα/ εἶμαι σκαστός, τό σκάζω (о школьнике):\прогуливать занятия ἀπουσιάζω ἀπό τά μαθήματα \прогуливаться σουλατσάρω, σεργιανίζω, κόβω βόλτες. -
120 распечатать
распечататьсов, распечатывать несов1. (снимать печать) ξεσφραγίζω, βγάζω τήν σφραγίδα, βγάζω τήν βοὔλλά2. (письмо и т. ἡ.) ἀποσφραγίζω / ἀνοίγω (открывать).
См. также в других словарях:
βγάζω — βγάζω, έβγαλα, βγαλμένος βλ. πίν. 108 Σημειώσεις: βγάζω : στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη αναφέρεται και παθητική φωνή με αόριστο βγάλθηκα. Στην έρευνά μας δε συναντήσαμε παθητικούς τύπους του βγάζω (εκτός βέβαια από τη μτχ. βγαλμένος) και… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βγάζω — έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε. 2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια. 3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος. 4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] … Dictionary of Greek
αποφυλακίζω — βγάζω από τη φυλακή, αφήνω ελεύθερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
ασημοβροντώ — βγάζω ασημένιο ήχο, ηχώ σαν ασήμι … Dictionary of Greek
αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] … Dictionary of Greek
εκβουτυρώνω — βγάζω το βούτυρο από το γάλα, αποβουτυρώνω … Dictionary of Greek
εκβραχίζω — βγάζω βράχους από το έδαφος … Dictionary of Greek
εξαγκιστρώνω — βγάζω κάτι από το αγκίστρι, το απαγκιστρώνω, το απαλλάσσω από την αγκίστρωση … Dictionary of Greek
ξεβαβουλίζω — βγάζω το βαμβάκι από το βαβούλι του, από την κάψα του 2. ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βαβούλι «μπουμπούκι, κάψα του βαμβακιού»] … Dictionary of Greek