-
1 βαυβαλίζω
См. также в других словарях:
βαυβαλίσαι — βαυβαλίζω aor inf act βαυβαλίσαῑ , βαυβαλίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαβαλίζω — (Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) [βαυβώ] κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω νεοελλ. περιποιούμαι … Dictionary of Greek