-
1 аквалангист
-
2 акваланг
η (αναπνευστική) συσκευή κατάδυσης-ист ο δύτης, ο βατραχάνθρωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акваланг
-
3 водолаз-подрывник
ο καταστροφέας-δύτηςο βατραχάνθρωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водолаз-подрывник
-
4 аквалангист
акваланг||и́стм ὁ βατραχάνθρωπος. -
5 аквалангист
[ακβαλανγκίστ] ουσ. α. βατραχάνθρωπος -
6 аквалангист
[ακβαλανγκίστ] ουσ α βατραχάνθρωπος
См. также в других словарях:
βατραχάνθρωπος — ο ειδικά εκπαιδευμένος στρατιώτης του πολεμικού ναυτικού που εκτελεί αναγνωρίσεις πριν απ την εκτέλεση αποβατικών επιχειρήσεων και χρησιμοποιείται σε αποστολές υποβρύχιων καταστροφών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. frogman] … Dictionary of Greek
βατραχάνθρωπος — ο κολυμβητής που είναι ειδικευμένος στο να εργάζεται υποβρύχια, εφοδιασμένος με ειδικές αναπνευστικές συσκευές οι οποίες του επιτρέπουν ανεξαρτησία και αυτονομία κινήσεων για κάποιο ορισμένο χρονικό διάστημα: Μετά το ναυάγιο έβαλαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek