-
21 σχοινοβάτης
A rope-dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Gloss.; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence [suff] σχοινο-βᾰτία, lon.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινοβάτης
-
22 χοροβατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοροβατέω
-
23 κονιβατία
κονι-βατία, ἡ, das Gehen im Staube oder Sande -
24 νυκτοβαδία
νυκτο-βαδία, ἡ, oder - βατία, nächtliche Wanderung, Nachtreise -
25 σχοινοβατία
σχοινο-βατία, ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βατία — βατίᾱ , βατία dance in a chorus fem nom/voc/acc dual βατίᾱ , βατία dance in a chorus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίᾳ — βατίᾱͅ , βατία dance in a chorus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατιᾷ — βατεία bush fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτια — βάτιον mulberry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίαι — βατίᾱͅ , βατία dance in a chorus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίαν — βατίᾱν , βατία dance in a chorus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιβατία — κονιβατία, ἡ (Α) το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + βατία (< βατος ή βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτο βατία, χορο βατία] … Dictionary of Greek
ορνεοβατία — ὀρνεοβατία, ἡ (Μ) σαρκική επαφή με πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βατία (< βάτης < βαίνω)] … Dictionary of Greek