Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Немецкий
- Русский
- Французский
βασιλεύς/xx
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
βασιλεῦς — βασιλεύς king masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλεύς — king masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασιλεύς — Basileus (altgriechisch βασιλεύς, gen. βασιλέως – basileús, basiléōs; neugriechisch βασιλιάς – vasiljás = „König“) war der Titel der byzantinischen Kaiser sowie weiterer Herrscher in der griechischen Geschichte. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft des… … Deutsch Wikipedia
Βασιλεύς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αναφέρεται και ως Βασίλειος. Αποκεφαλίστηκε με διαταγή του αυτοκράτορα Λικίνιου και το σώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα. Διετέλεσε επίσκοπος Αμάσειας (314 322). Η μνήμη του τιμάται στις 26 Απριλίου. 2.… … Dictionary of Greek
Βασιλεύς ο Ροδολίνος — Τραγωδία του κρητικού θεάτρου. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1647 στη Βενετία. Είναι έργο του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου από το Ρέθυμνο και η υπόθεση είναι εμπνευσμένη από έμμετρη τραγωδία του Ιταλού Τορκουάτο Τάσο. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ποιητή της … Dictionary of Greek
Νόμος πάντων βασιλεύς. — См. Обычай старше закона … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς. — См. Самодержавие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βασιλεῖς — βασιλεύς king masc nom pl (attic ionic parad form) βασιλεύς king masc acc pl βασιλεύς king masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλῆ — βασιλεύς king masc acc sg βασιλεύς king masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλῆες — βασιλεύς king masc nom pl (attic epic ionic) βασιλεύς king masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλῆς — βασιλεύς king masc nom pl (attic ionic) βασιλεύς king masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)