Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βαρύς

  • 81 опасный

    επ., βρ: -сен, сна
    -оно
    επικίνδυνος•

    опасный путь επικίνδυνος δρόμος•

    -ое предприятие επικίνδυνο επιχείρημα (εγχείρημα).

    || σοβαρός, κρίσιμος βαρύς•

    -ая болезнь βαριά άρρωστεια•

    опасный больной ο βαριά άρρωστος.

    Большой русско-греческий словарь > опасный

  • 82 отяжелеть

    -лею, -лешь
    ρ.σ.
    1. βαρύνω, γίνομαι πιο βαρύς. || γίνομαι πολύ δυσκίνητος.
    2. γίνομαι πλαδαρός, εκχαυνώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отяжелеть

  • 83 пасмурно

    1. επίρ. σκυθρωπά, βαρύ θύμα, δύσθυμα.
    2. ως κατηγ. (για καιρό)• είναι βαρύς, νεφελώδης, συννεφιασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > пасмурно

  • 84 пасмурный

    επ.
    1. συννεφιασμένος, νεφελώδης• βαρύς, βουρκωμένος (για καιρό).
    2. μτφ. δύσθυμος, βαριόθυμος, βαρύθυμος• σκυθρωπός.

    Большой русско-греческий словарь > пасмурный

  • 85 пешня

    -и, πλθ. пешни
    -шен, -шням θ. βαρύς λοστός (με ξύλινη λαβή για σπάσιμο του πάγου).

    Большой русско-греческий словарь > пешня

  • 86 побор

    α.
    φόρος βαρύς, ασήκωτος.

    Большой русско-греческий словарь > побор

  • 87 подавляющий

    επ. από μτχ.
    καταθλιπτικός, καταπληκτικός, συντριπτικός•

    -ее большинство συντριπτική πλειοψηφία•

    подавляющий перевес сил πολύ μεγάλη υπεροχή δυνάμεων.

    || λυπηρός, καταθλιπτικός, θλιβερός, οδυνηρός, βαρύς.

    Большой русско-греческий словарь > подавляющий

  • 88 полновесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно
    κανονικού βάρους• γνήσιος•

    -ая монета γνήσιο νόμισμα.

    || μεγάλος, βαρύς•

    -ые брвна βαριά κούτσουρα.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ая пощчина γερός μπάτσος.

    || σημαντικός, σοβαρός•

    -ые доводы σοβαρά επιχειρήματα.

    || μτφ. πραγματικός• πλήρης•

    -ое счастье πλήρης ευτυχία• ευδαιμονία.

    Большой русско-греческий словарь > полновесный

  • 89 рабский

    επ.
    1. του δούλου, δουλικός.
    2. επαχθής, βαρύς, σκληρός (σαν του δούλου)•

    труд рабский η σκληρή δουλειά•

    -ое положение κατάσταση δούλου.

    3. δουλικός, δουλοπρεπής-рабскийая покорность δουλική υποταγή•

    -ое послушание δουλική υπακοή.

    Большой русско-греческий словарь > рабский

  • 90 свинцовый

    επ., βρ: -цов, -а, -о.
    1. μολύβδινος, -δένιος. || μολυβδούχος. || μολυβδωτός.
    2. μολυβής, μολυβδόχρωμος.
    3. μτφ. βαρύς. || καταθλιπτικός.
    εκφρ.
    свинцовый блеск – ο γαληνίτης ή θειούχος μόλυβδος•
    - ые руды – μεταλλεύματα μολύβδου•
    - ые белила – λευκό μολύβδου, στουπέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > свинцовый

  • 91 свирепый

    επ., βρ: -реп, -а, -о.
    1. άγριος, θηριώδης. || μτφ. θηριόψυχος, σκληρός, αμείλικτος, απηνής, αδυσώπητος. || αυστηρότατος•

    -ая цензура αυστηρότατη λογοκρισία.

    2. σφοδρός, άγριος, δριμύς•

    свирепый ветер σφοδρός άνεμος•

    -ая зима βαρύς (δριμύς) χειμώνας, βαρυχειμωνιά.

    || λυσσώδης, μανιώδης.

    Большой русско-греческий словарь > свирепый

  • 92 сердитый

    επ., βρ: -дит, -а, -о.
    1. ευέξαπτος, αψιθυμος, ευόργητος, οργιλος, θυμώδης.
    2. θυμωμένος, οργισμένος.
    3. δυνατός, γερός, δραστικός•

    -ая горчица καυστικό σινάπι•

    табак βαρύς καπνός•

    сердитый мороз δυνατό (τσουχτερό) κρύο (παγωνιά)•

    -ое вино δυνατό (αψύ) κρασί•

    4. (απλ.) ζηλωτής, πρόθυμος•

    под -ую руку πάνω στο θυμό ή στην οργή.

    Большой русско-греческий словарь > сердитый

  • 93 серьёзный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно..
    1. σοβαρός•

    серьёзный человек σοβαρός άνθρωπος•

    с -ым видом με σοβαρό ύφος.

    2. αξιόλογος, σπουδαίος•

    серьёзный учный σπουδαίος επιστήμονας.

    || σημαντικός, άξιος προσοχής ή μελέτης•

    -ая болезнь σοβαρή ασθένεια•

    -ая ошибка σοβαρό λάθος•

    -противник σοβαρός αντίπαλος•

    -ое дело σοβαρή υπόθεση•

    -ые улики σοβαρές μαρτυρίες.

    || μεγάλος•

    -ые трудности σοβαρές δυσκολίες•

    -ая поддержка σοβαρή υποστήριξη.

    3. βαρύς, σκυθρωπός.

    Большой русско-греческий словарь > серьёзный

  • 94 собачий

    -ья, -ье
    επ.
    1. σκύλινος, σκυλίσιος•

    собачий лай γαύγισμα, υλακή•

    -ье мясо σκυλισιο κρέας•

    собачий клещ τσιμπούρι σκυλιού, κυνορραί-στης.

    2. όπως του σκύλου•

    -ья привязанность αφοσίωση όπως του σκύλου.

    || μτφ. βαρύς, τραχύς, σκληρός•

    -ья жизнь σκυλίσια ζωή.

    || μτφ. πρόστυχος, επονείδιστος. || υβρ. сын σκυλόπαιδο•

    -ья душа σκυλόψυχος.

    || ουσ. πλθ. -чьи, -их τα κυνιδή (ζώα).
    εκφρ.
    собачья нога (ножка)απλ. βλ. козья ножка (στη λ. козий)• собачий нюх σκυλίσια όσφρηση (ικανότητα προαίσθησης, διάγνωσης)•
    собачий холод – δριμύ ψύχος, κερατόκρυο, σκυλίσια κρύα.

    Большой русско-греческий словарь > собачий

  • 95 солёный

    επ., βρ: солон, солона, солоно.
    1. αρμυρός•

    -ые озра αρμυρές λίμνες•

    солёный сто αρμυρή σούπα•

    немного солёный υφάλμυρος•

    очень πολύ αρμυρός.

    || αλατώδης.
    2. αλατ ισμένος• παστωμένος, αλατιστός, αλίπαστος•

    -ые рыбы αλατισμένα ή παστωμένα ψάρια•

    -ые огурцы αλατισμένα (τουρσί) αγγουράκια.

    3. εξυπνοα-πρεπής•

    солёный анекдот εξυπνοαπρεπές ανέκδοτο.

    4. ως κατηγ. είναι δυσάρεστος, καταθλιπτικός, βαρύς.

    Большой русско-греческий словарь > солёный

  • 96 стеснённый

    επ. από μτχ.
    1. διστακτικός, συνεσταλμένος, ενδοιαστικός.
    2. δύσκολος, δυσχερής• στενόχωρος•

    -ое положение δυσχερής κατάσταση•

    -ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις.

    3. θλιμμένος, βαρύς•

    с -ым сердцем με βαριά την καρδ ιά, βαρ ιοκαρδ ισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > стеснённый

  • 97 стопудовый

    επ.
    εκατό πουτ ιών,
    βλ. пуд.
    μτφ. μεγάλος, βαρύς, σημαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > стопудовый

  • 98 тесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. στενός, στενόχωρος•

    -ая комната στενάχωρο δωμάτιο•

    тесный проход στενή δίοδος•

    -ая улица η στενή οδός (σοκάκι).

    || μτφ. περιορισμένος•

    тесный круг друзей στενός κύκλος φίλων•

    у него тесный кругозор αυτός έχει στενόν ορίζοντα.

    2. πυκνός• συνεσφιγμένος, στριμωχτός. || μτφ. στενά συνδεμένος, με στενές σχέσεις•

    тесный друг στενός (επιστήθιος) φίλος•

    -ая дружба στενήφιλία•

    -ое сотрудничество στενή συνεργασία•

    -ая связь στενός δεσμός.

    3. σφιχτός (για ένδυμα, υπόδημα).
    4. μτφ. παλ. δύσκολος, χαλεπός, βαρύς•

    -ые обстоятельства δύσκολες εριστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > тесный

  • 99 толстый

    επ., βρ: толст, толста, толсто; толще.
    1. χοντρός•

    -ое дерево χοντρό δέντρο•

    -ые стены χοντροί τοίχοι•

    толстый стакан χοντρό ποτήρι•

    -ые нитки χοντρές κλωστές•

    -ые чулки χοντρές γυναικείες κάλτσες.

    2. παχύς, παχύσαρκος, σαρκώδης, κρεατώδης•

    толстый мужчина χοντρός άντρας•

    -ые губы χοντρά χείλη.

    3. (για φωνή, ήχο) χοντρός, βαρύς, βαθύς.
    εκφρ.
    толстый карман – φούσκα οι τσέπες λεφτά, παραλής• πάμπλουτος•
    - ая мошнаβλ. προηγούμενη έκφραση (толстый карман)• толстыйая кишка το παχύ έντερο•
    поперк себя толще – (απλ.) μαμού θ. αρκουδάνθρωπος (πάρα πολύ χοντρός).

    Большой русско-греческий словарь > толстый

  • 100 трёхпудовый

    επ.
    τριών πουτιών•

    трёхпудовый мешок σακκί τριών πουτιών.

    || πολύ βαρύς (τριών που-τιών).

    Большой русско-греческий словарь > трёхпудовый

См. также в других словарях:

  • βαρύς — heavy in weight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρέα — βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαρέᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτάτων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτάτως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτέρων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτέρως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύ — βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτατον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτερον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»