-
101 трудоёмкий
επ., βρ: -мок, -мка, -мкоεπίμοχθος, επαχθής, βαρύς•-ая работа βαριά δουλειά.
-
102 тугой
επ., βρ: туг, туга, туго; туже.1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•-ая струна τεντωμένη χορδή•
тугой пояс σφιχτή ζώνη•
тугой узел σφιχτός κόμπος•
-йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•
тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.
2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•тугой человек σφιχτός άνθρωπος.
|| μτφ. δύσκολος, βαρύς•-йе времена τα δύσκολα χρόνια.
εκφρ.тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•тугой на ухо – βαρύκουος. -
103 тягостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. επαχθής, βαρύς, καταθλιπτικός.2. μτφ. βασανιστικός, οδυνηρός, δυσβάστακτος, καταπιεστικός• δυσάρεστος. -
104 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
105 увесистый
επ., βρ: -сист, -а, -о.1. βαρύς•увесистый камень βαριά πέτρα.
2. μτφ. δυνατός, ισχυρός•увесистый удар γερό χτύπημα (κόλαφος)•
-ая пощчина δυνατός μπάτσος.
-
106 угнетающий
επ. από μτχ.βαρύς, καταθλιπτικός, καταπιεστικός, επαχθής. -
107 угнетённый
επ. κ. ουσ. καταπιεζόμενος•-ые народы οι καταπιεζόμενοι λαοί.
ουσ. ο καταπιεζόμενος•борьба -ых против колонизаторов αγώνας των καταπιεζομένων κατά των αποικιστών.
|| μτφ. καταθλιπτικός, βασανιστικός, βαρύς•-ое настроение βαρύθυμία• βα-ρυαλγία.
-
108 угрюмый
επ., βρ: -рюм, -а, -о.1. σκυθρωπός, κατηφής, κατσούφης•угрюмый старик σκυθρωπός γέρος•
-ое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•
угрюмый взгляд σκυθρωπό βλέμμα.
2. μτφ. άχαρος, βαρύς, καταθλιπτικός, επαχθής. -
109 удручающий
επ. από μτχ.καταθλιπτ ικός, βαρύς•-ая тишина καταθλιπτική ησυχία.
-
110 удручённый
επ. από μτχ.1. καταθλιπτικός, βαρύς, επαχθής• οδυνηρός.2. στενοχωρεμένος, πικραμένος, φαρμακωμένος• βαρυαλγής. -
111 утяжелить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утяжеленный, βρ: -лен, -лена, -лею ρ.σ.μ.επιβαρύνω, κάνω πιο βαρύ.βαρύνω, γίνομαι πιο βαρύς. -
112 характер
-а α.1. χαρακτήρας•мягкий характер μαλακός χαρακτήρας•
крутой характер απότομος χαρακτήρας•
угрюмный характер σκυθρωπός χαρακτήρας•
неуживчивый характер δύστροπος χαρακτήρας•
сильный -ισχυρός χαρακτήρας•
тврдый характер σταθερός χαρακτήρας•
не сойтись -ами δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας•
два противоположные -а δυο αντίθετοι χαρακτήρες•
тяжлый характер βαρύς χαρα-κτήρρας•
дурной характер κακός χαρακτήρας, παλιο-χακτήρας.
|| ισχυρή θέληση•человек с -ом άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα•
человек без -а άνθρωπος άβουλος.
2. μορφή, όψη• ιδιότητα, φύση•характер почвы η φύση του εδάφους•
местность меняет характер η τοποθεσία αλλάζει όψη•
в -е чьем είναι το φυσικό του.
-
113 характерец
-рца α. βαρύς, δύστροπος χαρακτήρας. -
114 чертовский
επ.1. διαβολικός, του διαβόλου•-ие наваждения διαβολικά φαντάσματα•
-замысел διαβολική επινόηση•
-ие шэ.шни διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες•
-вские ухищрения διαβολικές πανουργίες• διαβολές.
2. πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμένος•-ая боль διαβολεμένος πόνος•
чертовский холод διαβολεμένο κρύο.
|| δύσκολος, βαρύς•-ая работа βαριά δουλειά•
чертовский подъм διαβολεμένος ανήφορος.
См. также в других словарях:
βαρύς — heavy in weight masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρέα — βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαρέᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτάτων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτάτως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτέρων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτέρως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύ — βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτατον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτερον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)