Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βαρύς

  • 101 трудоёмкий

    επ., βρ: -мок, -мка, -мко
    επίμοχθος, επαχθής, βαρύς•

    -ая работа βαριά δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > трудоёмкий

  • 102 тугой

    επ., βρ: туг, туга, туго; туже.
    1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•

    -ая струна τεντωμένη χορδή•

    тугой пояс σφιχτή ζώνη•

    тугой узел σφιχτός κόμπος•

    -йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•

    тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.

    2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.
    3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.
    4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•

    тугой человек σφιχτός άνθρωπος.

    || μτφ. δύσκολος, βαρύς•

    -йе времена τα δύσκολα χρόνια.

    εκφρ.
    тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•
    тугой на ухо – βαρύκουος.

    Большой русско-греческий словарь > тугой

  • 103 тягостный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. επαχθής, βαρύς, καταθλιπτικός.
    2. μτφ. βασανιστικός, οδυνηρός, δυσβάστακτος, καταπιεστικός• δυσάρεστος.

    Большой русско-греческий словарь > тягостный

  • 104 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 105 увесистый

    επ., βρ: -сист, -а, -о.
    1. βαρύς•

    увесистый камень βαριά πέτρα.

    2. μτφ. δυνατός, ισχυρός•

    увесистый удар γερό χτύπημα (κόλαφος)•

    -ая пощчина δυνατός μπάτσος.

    Большой русско-греческий словарь > увесистый

  • 106 угнетающий

    επ. από μτχ.
    βαρύς, καταθλιπτικός, καταπιεστικός, επαχθής.

    Большой русско-греческий словарь > угнетающий

  • 107 угнетённый

    επ. κ. ουσ. καταπιεζόμενος•

    -ые народы οι καταπιεζόμενοι λαοί.

    ουσ. ο καταπιεζόμενος•

    борьба -ых против колонизаторов αγώνας των καταπιεζομένων κατά των αποικιστών.

    || μτφ. καταθλιπτικός, βασανιστικός, βαρύς•

    -ое настроение βαρύθυμία• βα-ρυαλγία.

    Большой русско-греческий словарь > угнетённый

  • 108 угрюмый

    επ., βρ: -рюм, -а, -о.
    1. σκυθρωπός, κατηφής, κατσούφης•

    угрюмый старик σκυθρωπός γέρος•

    -ое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    угрюмый взгляд σκυθρωπό βλέμμα.

    2. μτφ. άχαρος, βαρύς, καταθλιπτικός, επαχθής.

    Большой русско-греческий словарь > угрюмый

  • 109 удручающий

    επ. από μτχ.
    καταθλιπτ ικός, βαρύς•

    -ая тишина καταθλιπτική ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > удручающий

  • 110 удручённый

    επ. από μτχ.
    1. καταθλιπτικός, βαρύς, επαχθής• οδυνηρός.
    2. στενοχωρεμένος, πικραμένος, φαρμακωμένος• βαρυαλγής.

    Большой русско-греческий словарь > удручённый

  • 111 утяжелить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утяжеленный, βρ: -лен, -лена, -лею ρ.σ.μ.
    επιβαρύνω, κάνω πιο βαρύ.
    βαρύνω, γίνομαι πιο βαρύς.

    Большой русско-греческий словарь > утяжелить

  • 112 характер

    α.
    1. χαρακτήρας•

    мягкий характер μαλακός χαρακτήρας•

    крутой характер απότομος χαρακτήρας•

    угрюмный характер σκυθρωπός χαρακτήρας•

    неуживчивый характер δύστροπος χαρακτήρας•

    сильный -ισχυρός χαρακτήρας•

    тврдый характер σταθερός χαρακτήρας•

    не сойтись -ами δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας•

    два противоположные -а δυο αντίθετοι χαρακτήρες•

    тяжлый характер βαρύς χαρα-κτήρρας•

    дурной характер κακός χαρακτήρας, παλιο-χακτήρας.

    || ισχυρή θέληση•

    человек с -ом άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα•

    человек без -а άνθρωπος άβουλος.

    2. μορφή, όψη• ιδιότητα, φύση•

    характер почвы η φύση του εδάφους•

    местность меняет характер η τοποθεσία αλλάζει όψη•

    в -е чьем είναι το φυσικό του.

    Большой русско-греческий словарь > характер

  • 113 характерец

    -рца α. βαρύς, δύστροπος χαρακτήρας.

    Большой русско-греческий словарь > характерец

  • 114 чертовский

    επ.
    1. διαβολικός, του διαβόλου•

    -ие наваждения διαβολικά φαντάσματα•

    -замысел διαβολική επινόηση•

    -ие шэ.шни διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες•

    -вские ухищрения διαβολικές πανουργίες• διαβολές.

    2. πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμένος•

    -ая боль διαβολεμένος πόνος•

    чертовский холод διαβολεμένο κρύο.

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    чертовский подъм διαβολεμένος ανήφορος.

    Большой русско-греческий словарь > чертовский

См. также в других словарях:

  • βαρύς — heavy in weight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρέα — βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαρέᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτάτων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτάτως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτέρων — βαρύς heavy in weight fem gen pl βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτέρως — βαρύς heavy in weight adverbial βαρύς heavy in weight masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύ — βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτατον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτερον — βαρύς heavy in weight masc acc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»