-
1 βαρυ
Iadv. тяжело(στενάχειν Hom.)
IIτό1) тяжесть(τὸ β. καὴ τὸ κοῦφον Arst.)
2) грам. (= βαρεῖα См. βαρεια προσῳδία) тяжелое ударение (accentus gravis) -
2 βαρύ-
первая часть сложных слов, означ. тяжёлый; тяжело, напр. βαρυαλγής, βαρύηχος, βαρυοσμία -
3 βαρύς
(ε)ιά, ύ [εία, ύ ]1) тяжёлый (по весу);βαρύ φορτίο — тяжёлый груз;
2) перен. тяжёлый, тяжело переносимый; гнетущий, тягостный;βαρ(ε)ιά λύπη — тяжёлое горе;
βαρ(ε)ιά στενοχώρια — гнетущая тоска;
βαρ(ε)ιά εντύπωση — тягостное впечатление;
βαρ(ε)ιά φροντίδα — тяжёлое бремя;
3) тяжёлый, трудный, обременительный (о деле);βαρ(ε)ιά αποστολή — обременительное поручение;
βαρ(ε)ιά δουλιά — тяжёлая работа;
βαρύς κόπος — тяжёлый труд;
βαρεις όροι συμφωνίας — тяжёлые условия договора;
4) тяжёлый, тяжеловесный; неуклюжий; громоздкий; грузный;βαρύ οικοδόμημα — громоздкое сооружение;
βαρύς άνθρωπος — грузный человек;
βαρύ ύφος — тяжёлый стиль;
5) тяжёлый, серьёзный;βαρύ τραδμα — тяжёлая рана;
βαρύ πταίσμα (λάθος) — тяжёлая вина (ошибка);
βαρύ έγκλημα — тяжкое преступление;
6) суровый, строгий;βαρ(ε)ιά ποινή — суровое, тяжёлое наказание;
βαρ(ε)ιά επίπληξη — строгий выговор;
7) тяжёлый, неприятный;βαρ(ε)ιά ημέρα — тяжёлый день;
βαρύ αίσθημα — тяжёлое чувство;
βαρύς χαρακτήρας — тяжёлый характер;
βαρ(ε)ιά αποφορά — тяжёлый запах;
βαριά αρώματα — резкий запах духов;
βαρ(ε)ιά ατμόσφαιρα — а) тяжёлый воздух; — б) перен. тяжёлая атмосфера;
8) тяжёлый (о пище); крепкий (о напитках и т. п.);βαρύ φα(γ)ί — тяжёлая пища;
βαρύς καφές — крепкий кофе;
βαρύ κρασί — крепкое вино;
βαρύ τσιγάρο — крепкая сигарета;
9) густой (о жидкости и т. п.);βαρύ λάδι — густое масло;
βαρύ πετρέλαιο — густая нефть;
10) низкий, густой, полнозвучный (о звуке и т. п.);βαρ(ε)ιά φωνή — низкий голос;
11) тяжёлый, важный, серьёзный, значительный;βαρ(ε)ιά ευθύνη — тяжёлая ответственность;
12) тяжеловесный, тяжёлый;13) ценный, дорогой, драгоценный;βαρύ δώρο — ценный подарок;
βαρ(ε)ιά προικιά — большое приданое;
14) прям., перен. мрачный, угрюмый;είναι βαρύς απόψε — он сегодня мрачный, молчаливый;
βαρύς ουρανός — мрачное, облачное небо;
§ βαριά όπλα — тяжёлое оружие;
βαρύ πυροβολικό — тяжёлая артиллерия;
βαρύ άρμα μάχης — тяжёлый танк;
βαρ(ε)ιά βιομηχανία — тяжёлая промышленность;
βαρ(ε)ιά καύσιμη ΰλη — тяжёлое топливо;
βαρύ κεφάλι — тяжёлая голова;
βαρύ βήμα — тяжёлый шаг;
βαρύ χέρι — тяжёлая рука;
βαρύς χειμώνας — суровая зима;
τύπος βαρύς — тяжёлый человек;
βαρ(ε)ιά κουβέντα — обидное слово;
μη μας κάνεις το βαρύ — не изображай сердитого;
τούρθε βαρύ — это его задело;
это его обидело;του φάνηκε βαρυ — он очень огорчён; — доб πέφτει βαρύ — это мне не под силу;
βαρ(ε)ιά η ώρα πού σε γνώρισα — пусть будет проклят час, когда я узнал тебя;
βαρύς τα ώτα ( — или στ' αυτιά) — тугой на ухо, глуховатый;
βαρ(ε)ιά η καλογερική — погов, тяжёл монашеский посох (ср. тяжела ты, шапка Мономаха)
-
4 βαρεα
-
5 βαρυστεναχων
-
6 βαρυτατα
-
7 βαρυαλγης
-
8 βαρυαλγητος
-
9 βαρυαχης
-
10 βαρυβοας
-
11 βαρυβρεμετης
-
12 βαρυβρομητης
-
13 βαρυβρομος
-
14 βαρυβρως
-
15 βαρυγδουπος
-
16 βαρυγουνατος
-
17 βαρυγυιος
-
18 βαρυγωνατος
-
19 βαρυδαιμονεω
-
20 βαρυδαιμονια
ἥ несчастная судьба, бедственное положениеὁ δ΄ εἰς τοῦτο βαρυδαιμονίας ἥκει, ὥστε … Lys. — он дошел до такого безумия, что …
См. также в других словарях:
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
Βαρύ — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 52 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στα βόρεια της Αγίας Ευφημίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερίσου … Dictionary of Greek
βαρύ — βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης … Dictionary of Greek
ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… … Dictionary of Greek
βαρύνοντ' — βαρύ̱νοντα , βαρύνω weigh down pres part act neut nom/voc/acc pl βαρύ̱νοντα , βαρύνω weigh down pres part act masc acc sg βαρύ̱νοντι , βαρύνω weigh down pres part act masc/neut dat sg βαρύ̱νοντι , βαρύνω weigh down pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνῃ — βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down aor subj mid 2nd sg βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down aor subj act 3rd sg βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down pres subj mp 2nd sg βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down pres ind mp 2nd sg βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνετε — βαρύ̱νετε , βαρύνω weigh down aor subj act 2nd pl (epic) βαρύ̱νετε , βαρύνω weigh down pres imperat act 2nd pl βαρύ̱νετε , βαρύνω weigh down pres ind act 2nd pl βαρύ̱νετε , βαρύνω weigh down imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνω — βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres ind act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνόμεθα — βαρῡνόμεθα , βαρύνω weigh down aor subj mid 1st pl (epic) βαρῡνόμεθα , βαρύνω weigh down pres ind mp 1st pl βαρῡνόμεθα , βαρύνω weigh down imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνόμεν' — βαρῡνόμενα , βαρύνω weigh down pres part mp neut nom/voc/acc pl βαρῡνόμενε , βαρύνω weigh down pres part mp masc voc sg βαρῡνόμεναι , βαρύνω weigh down pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)