-
1 βαρυγγωμώ
(α) αμετ.1) огорчаться; унывать; 2) негодовать, возмущаться; 3) проклинать -
2 βαργομώ
-
3 βαρυγγωμίζω
1. μετ.1) вызывать огорчение, уныние; 2) вызывать негодование, возмущение; 2. αμετ. см. βαρυγγωμώ -
4 βαρυγνωμώ
См. также в других словарях:
βαρυγγωμώ — ( άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω 1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ 2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου) 3. καταριέμαι 4. (για άρρωστο) χειροτερεύω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
αβαρυγγώμιστος — και αβαργώμιστος, η, ο 1. αυτός που δεν βαρυγγωμά, δεν βαρυθυμεί, δεν δυσθυμεί 2. αυτός που δεν πέρασε στη ζωή του λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρυγγωμίζω, βλ. βαρυγγωμώ. Ο τ. αβαργώμιστος < αβαρυγγώμιστος, με συγκοπή τού υ] … Dictionary of Greek
αναστενάζω — (AM ἀναστενάζω) στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζω αρχ. 1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον 2. θρηνώ για κάποιον … Dictionary of Greek
βαργωμώ — βλ. βαρυγγωμώ … Dictionary of Greek
βαρυγγώμια — και βαργώμια και βαρυγγώμηση, η [βαρυγγωμώ] 1. το να έχει κανείς παράπονα ή αφορμή δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου (κυρίως πεθαμένου) 2. δυσφορία, λύπη … Dictionary of Greek
βαρυγνωμώ — ( έω) βλ. βαρυγγωμώ … Dictionary of Greek