-
21 βακχᾶς
βακχᾶς, ὁ, = βακχευτής, Soph. frg. Schol. Phil. 1199.
-
22 Βακχευτά
-
23 Βακχευτᾷ
-
24 Βακχευτού
-
25 Βακχευτοῦ
-
26 βακχευτά
-
27 βακχευτᾷ
-
28 βακχευτού
-
29 βακχευτοῦ
-
30 Βακχεύτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχεύτωρ
-
31 Βακχιώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχιώτης
-
32 Βακχᾶς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Βακχευτής — a Bacchanal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχευτής — a Bacchanal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχευτής — ο (Α βακχευτής, ο, θηλ. βακχεύτρια, η) αυτός που κατέχεται από βακχική μανία … Dictionary of Greek
Βακχευταί — Βακχευτής a Bacchanal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχευταί — Βακχευτής a Bacchanal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχευτοῦ — Βακχευτής a Bacchanal masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχευτοῦ — Βακχευτής a Bacchanal masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχευτᾷ — Βακχευτής a Bacchanal masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχευτᾷ — Βακχευτής a Bacchanal masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχευτήν — Βακχευτής a Bacchanal masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχευτήν — Βακχευτής a Bacchanal masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)