Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βαθυ-

  • 1 gömgök

    βαθύ μπλε

    Türkçe-Yunanca Sözlük > gömgök

  • 2 глубокий

    επ., βρ: -бок, -бока, -боко; глубже, глубочайший βαθύς•

    глубокий колодец βαθύ πηγάδι•

    -ая река βαθύ ποτάμι•

    -ие морщины βαθιές ρυτίδες•

    -ая вспашка βαθύ όργωμα•

    -ие корни βαθιές ρίζες•

    глубокий вздох βαθύ αναστέναγμα•

    глубокий вдох βαθιά εισπνοή•

    -ие знания βαθιές γνώσεις•

    глубокий траур βαθύ (βαού) πένθος•

    -ая таина βαθύ μυστικό, απόρρητο•

    -ое молчание βαθιά (νεκρική) σιγή•

    глубокий сон βαθύς ύπνος•

    -ая старость βαθιά γεράματα•

    глубокий мрак βαθύ σκοτάδι (ζόφος, έρεβος)•

    в -ой древности στα πολύ παλιά χρόνια.

    εκφρ.
    глубокий взгляд ή взор – διαπεραστική (εκφραστική) ματιά, βλέμμα•
    глубокий поклон – βαθιά υπόκλιση•
    глубокий голос – βαθιά φωνή•
    старик – ο υπέργηρος, γερομπαμπαλής•
    - ая старуха – μπαμπόγρια.

    Большой русско-греческий словарь > глубокий

  • 3 глубокий

    глубок||ий
    прил в разн. знач. βαθύς:
    \глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > глубокий

  • 4 глубокий

    глубокий в разн. знач. βαθύς \глубокийое озеро η βαθιά λίμνη \глубокийая тарелка το βαθύ πιάτο \глубокийая старость τα βαθιά γεράματα \глубокийая осень το προ χωρημένο φθινόπωρο \глубокийая ночь η βαθιά νύχτα
    * * *
    в разн. знач.

    глубо́кое о́зеро — η βαθιά λίμνη

    глубо́кая таре́лка — το βαθύ πιάτο

    глубо́кая ста́рость — τα βαθιά γεράματα

    глубо́кая о́сень — το προχωρημένο φθινόπωρο

    глубо́кая ночь — η βαθιά νύχτα

    Русско-греческий словарь > глубокий

  • 5 тарелка

    тарелка ж το πιάτο; мелкая (глубокая) \тарелка το ρηχό (βαθύ) πιάτο
    * * *
    ж
    το πιάτο

    ме́лкая (глубо́кая) таре́лка — το ρηχό (βαθύ) πιάτο

    Русско-греческий словарь > тарелка

  • 6 густой

    густ||ой
    прил
    1. (частый, плотный) πυκνός:
    \густойые волосы τά πυκνά μαλλιά· \густойо́й лес τό πυκνό δάσος· \густойое население ὁ πυκνός πληθυσμός·
    2. (о жидкости, тумане и т. п.) πηχτός, πυκνός/ παχύς (о молоке):
    \густойой мрак τό πηχτό σκοτάδι· ◊ \густойой бас τό βαθύ μπάσο, ἡ βαθειά μπάσα φωνή· \густойой цвет τό βαθύ χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > густой

  • 7 термоглубомер

    ο συνδυασμός θερμο-μέτρου-βαθυ μέτρου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термоглубомер

  • 8 цвета пожалости

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвета пожалости

  • 9 беспросветный

    беспросветн||ый
    прил
    1. (темный) μαϋρος, σκοτεινός:
    \беспросветныйая тьма τό βαθύ σκοτάδι;
    2. перен ἄχαρος, ἀπελπισμένος, μαϋρος:
    \беспросветныйая жизнь ἡ μαύρη ζωή.

    Русско-новогреческий словарь > беспросветный

  • 10 васильковый

    васил||ьковый
    прил (о цвете) μπλέ σκούρο, βαθυ-γάλαζο χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > васильковый

  • 11 достигать

    достигать
    несов, достигнуть сое. φτάνω/ πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω, κατορθώνω (добиваться):
    \достигать успеха πετυχαίνω· \достигать цели πετυχαίνω τό σκοπό· \достигать глубокой старости φτάνω σέ βαθειά γεράματα, φτάνω σέ βαθύ γήρας.

    Русско-новогреческий словарь > достигать

  • 12 осенью

    осенью
    нареч τό φθινόπωρο[ν], κατά τό φθινόπωρο:
    глубокой \осенью τό βαθύ φθινόπωρο.

    Русско-новогреческий словарь > осенью

  • 13 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 14 тарелка

    тарелк||а
    ж
    1. τό πιάτο:
    глубокая \тарелка τό βαθύ πιάτο· мелкая \тарелка τό ρηχό πιάτο· десертная \тарелка τό πιατάκι· съесть полную \тарелкау су́па τρώγω ἕνα ὁλόκληρο πιάτο σούπά
    2. \тарелкаи мн. муз. τά κύμβαλα· ◊ быть не в своей \тарелкае разг δέν εἶμαι στά κέφια μου.

    Русско-новогреческий словарь > тарелка

  • 15 pool

    [pu:l] I noun
    1) (a small area of still water: The rain left pools in the road.) λιμνούλα με νερό
    2) (a similar area of any liquid: a pool of blood/oil.) λιμνούλα
    3) (a deep part of a stream or river: He was fishing (in) a pool near the river-bank.) βαθύ σημείο ποταμού
    4) (a swimming-pool: They spent the day at the pool.) πισίνα,κολυμβητήριο
    II 1. noun
    (a stock or supply: We put our money into a general pool.) κοινό ταμείο
    2. verb
    (to put together for general use: We pooled our money and bought a caravan that we could all use.)
    - football pools
    - pools

    English-Greek dictionary > pool

  • 16 вброд

    επίρ.
    απο ρηχό μέρος, απο τον πόρο, χωρίς κολύμπι•

    здесь не глубоко, можно вброд перейти εδώ δεν είναι βαθύ, μπορείς να περάσεις βαδίζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > вброд

  • 17 выколоть

    -лю, -лешь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο•

    выколоть глаз βγάζω το μάτι.

    2. διαστίζω, ποικίλλω με στίγματα. || πυρογραφώ.
    3. σπάζω, κομματιάζω•

    выколоть глыбу льда σπάζω ο-γνιόπαγο.

    εκφρ.
    (темно) хоть глаз -ли – σκοτάδι βαθύ, τύφλα• έρεβος.

    Большой русско-греческий словарь > выколоть

  • 18 глубоководный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. βαθύς•

    -ая река βαθύ ποτάμι.

    2. του βυθού•

    -ые рыбы ψάρια βυθού, βαθύψαρα, πατόψαρα.

    Большой русско-греческий словарь > глубоководный

  • 19 густой

    επ., βρ: густ, густа, густо; гуще.
    1. πυκνός•

    -ые волосы πυκνά μαλλιά•

    -ая листва πυκνό φύλλωμα•

    -ые облака πυκνά σύννεφα.

    2. πηχτός•

    густой сироп πηχτό σιρόπι.

    || (για χρώμα) βαθύς•

    густой цвет βαθύ χρώμα.

    3. (για φωνή, ήχο) χαμηλός, βαρύς, βαθύς.

    Большой русско-греческий словарь > густой

  • 20 достучаться

    -чусь, -читься
    ρ.σ.
    κρούω, χτυπώ ώσπου ν' ακούσει•

    они так крепко спали, что я едва -лся αυτοί είχαν τόσο βαθύ ύπνο, που τρόμαξα να τους ξυπνήσω, χτυπώντας την πόρτα•

    никак не могу достучаться χτυπώ-χτυπώ και καθόλου δεν ακούνε ή κανένας δεν απαντά.

    Большой русско-греческий словарь > достучаться

См. также в других словарях:

  • Βαθύ — I Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.474 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο της Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 46 κάτ.) της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Βαθύ — Sp Vãtis Ap Βαθύ/Vathy L Samas ir C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

  • βαθύ — βαθύς deep masc voc sg (ionic) βαθύς deep neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μικρό Βαθύ — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 204 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στην ακτή της Βοιωτίας, στην είσοδο του νότιου λιμανιού της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλίδος του νομού Ευβοίας …   Dictionary of Greek

  • βαθύνῃ — βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen aor subj mid 2nd sg βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen aor subj act 3rd sg βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen pres subj mp 2nd sg βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen pres ind mp 2nd sg βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύνει — βαθύ̱νει , βαθύνω deepen aor subj act 3rd sg (epic) βαθύ̱νει , βαθύνω deepen pres ind mp 2nd sg βαθύ̱νει , βαθύνω deepen pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύνουσι — βαθύ̱νουσι , βαθύνω deepen aor subj act 3rd pl (epic) βαθύ̱νουσι , βαθύνω deepen pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βαθύ̱νουσι , βαθύνω deepen pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύνουσιν — βαθύ̱νουσιν , βαθύνω deepen aor subj act 3rd pl (epic) βαθύ̱νουσιν , βαθύνω deepen pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βαθύ̱νουσιν , βαθύνω deepen pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθυνε — βάθῡνε , βαθύνω deepen pres imperat act 2nd sg βάθῡνε , βαθύνω deepen aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βάθῡνε , βαθύνω deepen imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθυνον — βάθῡνον , βαθύνω deepen aor imperat act 2nd sg βάθῡνον , βαθύνω deepen imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βάθῡνον , βαθύνω deepen imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»