-
1 малиновый
-
2 багрянеть
-еет, ρ.δ.φαίνομαι βαθυκόκκινος.и γίνομαι βαθυκόκκινος. -
3 багровый
багр||о́выйприл βαθυκόκκινος, πορφυρός. -
4 малиновый
мали́нов||ыйприл1. ἀπό σμέουρο, τής σμεουριᾶς:\малиновыйое варенье τό γλυκό σμέουρο·2. (цвет) βαθυκόκκινος. -
5 пуицовый
пуицо́в||ыйприл βαθυκόκκινος, κατακόκκινος:\пуицовыйая ро́за τό ἄλικο τριαντάφυλλο. -
6 темно-красный
темно-красныйприл βαθυκόκκινος. -
7 пунцовый
[πουντσόβυϊ] εκ. βαθυκόκκινος -
8 пунцовый
[πουντσόβυϊ] επ βαθυκόκκινος -
9 багроветь
-ею, -еешь, ρ.δ.γίνομαι βαθυκόκκινος, κοκκινίζω, ερυθριώ• πορφυρώ•небо -еет Ο ουρανός ροδίζει, γίνεται ροδόχρους•
-от гнева κοκκινίζω•
ало το θυμό.
-
10 багровый
επ., βρ: -ров, -а, -оβαθυκόκκινος• πορφυρός. || κοκκινογάλαζιος, κυανέρυθρος. -
11 бордов
επ.άκλ.βαθυκόκκινος•платье цвета бордов φόρεμα βαθυκόκκινου χρώματος.
-
12 бордовый
επ.βαθυκόκκινος. -
13 караковый
επ.βαθυκόκκινος, μαυροκόκκινος, κοκκινόμαυρος. -
14 малиновый
επ.1. της σμεουρδιάς. || από σμέουρο•-ое варенье γλυκό από σμέουρο.
2. χρώματος σμέουρου (βαθυκόκκινος).εκφρ.звон – πολύ ευχάριστος ήχος κωδωνοκρουσίας ή κουδουνιών, κουδουνακίών. -
15 червлёный
επ. παλ. βαθυκόκκινος.
См. также в других словарях:
βαθυκόκκινος — η, ο αυτός που έχει βαθύ, σκούρο, κόκκινο χρώμα: Οι καναπέδες στο σαλόνι είναι βαθυκόκκινοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρύκινος — καρύκινος, ίνη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ακάνθ ινος, φοίνικ ινος)] … Dictionary of Greek
κρασάτος — η, ο (Μ κρασάτος, η, ον) [κρασί] (για φαγητό) μαγειρεμένος με κρασί («χταπόδι κρασάτο») νεοελλ. αυτός που έχει το χρώμα τού κρασιού και ιδίως τού μαύρου κρασιού, βαθυκόκκινος … Dictionary of Greek
πορφυρένιος, -ια, -ιο — και πορφύρινος, η, ο αυτός που έχει το χρώμα της πορφύρας, ο βαθυκόκκινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορφυρός — ή, ό πορφυρένιος, πορφύρινος, βαθυκόκκινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)