-
21 βήμα
krok -
22 βήμα
1) pace2) step3) stride4) treadΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βήμα
-
23 Βήμα Ιερό
Βήμα Ιερό τοСвятой Алтарь – самое священное место в храме, находящееся на небольшом возвышении (по сравнению с главной частью храма) в восточной части храма и отделенное иконостасомЭтим.< дргр. βήμα «шаг, возвышение, помост» < βα- < инд. gwa, gwen – «идти, приходить». Сравните с евр. Гаввафа (Лифостротон – каменный помост, Ин. 19, 13) -
24 πρό-βημα
πρό-βημα, τό, Vorschritt, Fortschritt, Ar. Plut. 759.
-
25 διά-βημα
διά-βημα, τό, der Uebergang; der Schritt, Sp.
-
26 tribune
βήμα -
27 пошаговый
βήμα-βήμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пошаговый
-
28 шаг
-а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. -и α.1. το βήμα•короткий шаг βραχύ βήμα•
длинный шаг μακρύ βήμα.
|| πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).2. το βάδισμα•замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•
ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.
(στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•
рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•
важный шаг σοβαρό βήμα.
4. (τεχ.) διάστημα•шаг винта το βήμα του κοχλία•
шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•
длина -а το μήκος του βήματος.
εκφρ.первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•-у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•-у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις. -
29 шаг
шагм в разн. знач. τό βήμα, τό βάδισμα:дипломатический \шаг τό διπλωματικό διάβημα· ложный \шаг τό στραβοπάτημα· первые \шагй τά πρώτα βήματα· тихим \шагом μέ σιγανό βήμα· прибавить \шагу, ускорить \шаг ἐπιταχύνω τό βήμα· замедлить \шаг ἐπιβραδύνω τό βήμα· направить свой \шагй κατευθύνομαι· предпринимать \шагй ἐπιχειρώ διαβήματα· сделать первый (решительный) \шаг κάνω τό πρώτο (τό ἀποφασιστικό) βήμα· измерять \шагами μετρώ πόσα βήματα εἶναι· гигантскими \шага́ми μέ γιγαντιαία βήματα· черепашьим \шаго́м μέ ρυθμούς χελώνας· в нескольких \шага́х μερικά βήματα πιό πέρα· в двух \шага́х δυό βήματα παρακάτω· на каждом \шагу σέ κάθε βήμα· что ни \шаг σέ, κάθε βήμα του· \шаг за \шагом а) βήμα-βήμα (медленно)· б) βήμα προς βήμα (постепенно)· ни на \шаг, ни \шагу ὁὔτε βήμα· он из дома ни на \шаг (ни \шагу) δέν κάνει οὔτε βήμα ἀπ' τό σπίτι· нн на \шаг не отступать (не отходить) от кого́-чего́-л. δέν ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) ὁὔτε βήμα ἀπό κάποιον ἀπό κάτι· ни -у назад! ὁὔτε βήμα πίσω!· \шагу ступить нельзя без того, чтобы... δέν μπορείς νά κάνεις βήμα χωρίς νά...· \шаг винта тех. ἡ βόλτα τής βίδας· гигантские \шагй спорт. ὁ ἀέροπεταστής. -
30 step
[step] 1. noun1) (one movement of the foot in walking, running, dancing etc: He took a step forward; walking with hurried steps.) βήμα2) (the distance covered by this: He moved a step or two nearer; The restaurant is only a step (= a short distance) away.) βήμα3) (the sound made by someone walking etc: I heard (foot) steps.) βήμα,βηματισμός4) (a particular movement with the feet, eg in dancing: The dance has some complicated steps.) βήμα(χορού)5) (a flat surface, or one flat surface in a series, eg on a stair or stepladder, on which to place the feet or foot in moving up or down: A flight of steps led down to the cellar; Mind the step!; She was sitting on the doorstep.) σκαλί6) (a stage in progress, development etc: Mankind made a big step forward with the invention of the wheel; His present job is a step up from his previous one.) βήμα/σκαλί7) (an action or move (towards accomplishing an aim etc): That would be a foolish/sensible step to take; I shall take steps to prevent this happening again.) ενέργεια,μέτρο2. verb(to make a step, or to walk: He opened the door and stepped out; She stepped briskly along the road.) βαδίζω,βηματίζω- steps- stepladder
- stepping-stones
- in
- out of step
- step aside
- step by step
- step in
- step out
- step up
- watch one's step -
31 шаг
-
32 προς
πρόθ. I με αίτιατ.1) (при обознач, направления) к;προς νότον — к югу;
έτρεξε προς την οδό Σταδίου он побежал в сторону улицы Стадиу;τό παράθυρο μου βλέπει προς την θάλασσαν — моё окно выходит на море;
προς τα δεξιά — направо, в правую сторону;
κάθομαι προς τα δεξιά του сидеть (или садиться) справа от него;προς τα αριστερά — налево, в левую сторону;
τα εκεί — туда;προς τα εξω — кнаружи, вовне;
προς τα μέσα — внутрь, вовнутрь;
τα κάτω — вниз, книзу;προς τα πού; — в какую сторону?;
2) (при обознач, лица или учреждения, к которому обращено действие, иногда без перевода) к;προς τό λαό — к народу;
αναφορά προς το υπουργείον (τον υπουργό) — доклад министерству (министру);
3) (при обознач, отношения к кому-чем у-л.) к; по отношению к;περιφρόνηση προς το θάνατο — презрение к смерти;
ασέβεια προς τούς γονείς — непочтение к родителям;
αντίθετον προς την παράδοση — вопреки традиции, вразрез с традицией;
πέφτει σε αντίφαση προς τον εαυτό
της она противоречит сама себе;δυσανάλογη προς την ηλικία της — несообразно с её возрастом;
4):ως προς... — что касается...; — в отношении..., относительно того, что...;
ως προς αυτό... — в отношении этого...;
ως προς αυτό αδιαφορώ πλήρως — я к этому совершенно равнодушен;
ως προς αυτό έχεις δίκιο — в отношении этого ты прав;
ως προς την ημερομηνία — относительно даты;
5) (при обознач, цены, соотношения):τοκίζει προς 20% — он ссужает деньги под 20%;
τό ύφασμα το αγόρασα προς τριακόσιες δραχμές το μέτρο — я купил материал по триста драхм за метр;
6) (при обознач, действия, совершаемого в пользу или во вред кому-чему-л.] для, ради;τό έκανα προς χάριν σου — я это сделал ради тебя;
προς τό συμφέρον σου — для твоей же пользы;
αυτό είναι προς τιμήν σου а) это в честь тебя; б) это делает тебе честь;τα πούλησαν προς όφελός τους — они это продали выгодно для себя;
προς τιμωρίαν σου — тебе в наказание;
προς ζημίαν — во вред;
προς γενικήν ανακούφισιν — ко всеобщему облегчению;
7) (при обознач, времени) к, ближе к; на;προς τό βράδυ — к вечеру;
προς τα ξημερώματα — на рассвете;
προς τό παρόν — пока, на данный момент, в настоящий момент;
προς στιγμήν — на очень короткое время, на минуту; — временно;
8) (при обознач, цели, намерения) для; в;προς επεξεργασίαν — для обработки, переработки;
προς υπεράσπισιν — в защиту;
προς αποφυγήν παρεξηγήσεων — во избежание недоразумений;
προς τί; — для чего?, к чему?, зачем?;
τί η τόση σπουδή;κ чему такая спешка?! 9) (при обознач, последовательности) за;λέξη προς λέξη — а) слово за словом; — б) слово в слово;
βήμα προς βήμα — шаг за шагом; — по пятам;
τον παρακολουθούν βήμα προς βήμα — следят за каждым его шагом; — следуют за ним по пятам;
έν(α) προς έν(α) — одного за другим, по одному; — каждого в отдельности;
§ ένας προς έναν — один к одному;
προς έκπληξιν — на удивление;
II με γεν.1) (при обознач, происхождения, родства):ο προς μητρός θείος — дядя по матери;
τό σπίτι το έχουμε πάππου προς πάππου — дом мы наследуем от отцов и дедов;
2) (при заклинании, уверении, клятве) ради;προς θεού μην το κάνεις — ради бога, не делай этого;
§ προς ώρας — временно;
αυτό είναιπρος κάκού μου — к моему несчастью;
III με δοτ.1) (при обознач, прибавления) к;προς τούτοις — к тому же;
προς τοίς άλλοις — ко всему прочему, кроме всего прочего;
2) (при обознач, близости):αί προς τη θαλασσή πόλεις — прибрежные города
-
33 шаг
1. (при хотьбе) το βήμα 2. (резьбы, зубьев, винта) το βήμα, το διάστημα (του σπειρώματος, της έλικας, των οδοντωτών)поперечный - маш. εγκάρσιο -3. (действие, поступок) το βήμα, η ενέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шаг
-
34 βήμαθ'
βή̱ματα, βῆμαstep: neut nom /voc /acc plβή̱ματι, βῆμαstep: neut dat sgβή̱ματε, βῆμαstep: neut nom /voc /acc dual -
35 βήματ'
βή̱ματα, βῆμαstep: neut nom /voc /acc plβή̱ματι, βῆμαstep: neut dat sgβή̱ματε, βῆμαstep: neut nom /voc /acc dual -
36 следом
επίρ. βήμα προς βήμα, κατά βήμα, κατάπόδι, πάνω στα χνάρια. -
37 топтать
топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -оρ,δ.μ.1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.
|| λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.
|| (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.2. πατώ•раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.
|| μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.3. πιέζω, θλίβω•топтать виноград πατώ τα σταφύλια.
|| ανακατεύω•топтать глину πατώ τον πηλό.
4. βλ. спариться:εκφρ.топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.3. πιέζομαι, θλίβομαι.4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.εκφρ.топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι). -
38 ἀνα-βαίνω
ἀνα-βαίνω (s. βαίνω), I. Trans., nur fut. u. aor. ἀναβήσω u. ἀνέβησα, hinaufgehen lassen, bes. ein Schiff besteigen lassen, einschiffen, Il. 1, 144 in tmesi; Pind. P. 4, 191; auch ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε, Männer auf Kameele steigen lassen, Her. 1, 80; Od. 15, 475 νὼ ἀναβησάμενοι steht ächt Homerisch das medium statt des activ. ἀναβήσαντες. – II. Gew. intrans. mit aor. ἀνέβην, fut. ἀναβήσομαι, 1) hinaufgehen, hinauf steigen, οὐρανόν, ὑπερώια, zum Himmel, zum Söller hinaufsteigen, Il. 1, 497 Od. 18, 302; aber φάτις ἀνϑρώπους ἀναβαίνει 6, 29 ist so viel als βαίνει ἀνὰ ἀνϑρώπους, verbreitet sich unter den Menschen. Daran schließt sich ὀχήματα ἀναβαινειν Plat. Phaed. 113 d, Fahrzeugebesteigen; δίφρον, Eur. Phaeth. frg. 6; ἄνϑρωπον Luc. Asin. 51; vgl. Mar. D. 15, 2. Aehnl. ἀναβήσομαι στόλον Pind. P. 2, 62, doch mehr an ἀνάβασιν ἀναβαίνειν, Plat. Rep. VII, 519 b, erinnernd. – Hom. hat auch νεκροῖς ἀναβαίνειν, Il. 10, 493, auf die Todten treten; häufiger εἰς, z. B. ἐλάτην, δίφρον, Il. 14, 287. 16, 657; ἐς ἅρμα, Pind. N. 9, 4; εἰς τὸν οὐρανόν, Plat. Alc. 1, 117 b; ἀν' ὀρσοϑύρην Od. 22, 132.Nach Hom. gewöhnlicher ἐπί, z. B. ἐπὶ δένδρον, Her. 4, 22; ἐπὶ τὸ ἅρμα, ἐπὶ τὸν πύργον, ἐπὶ τὰ τέγη, ἡ ἄμπελος ἀναβαίνει ἐπὶ τὰ δένδρα, Xen. Cyr. 6, 4, 4. 7, 1, 39 Hell. 4, 4, 12 Oec. 19, 18; ἐπὶ τὰς ἁρμαμάξας, Cyr. 3, 1. 33. Am häufigsten a) ἐπὶ τὸν ἵππον, auf's Pferd steigen, sehr oft bei Xen., auch allein ἀναβεβηκότες, die auf's Pferd gestiegen sind, zu Pferde, und so sind auch Vrbdgn, wie ἀναβάντες ἐφ' ἵππων ἤλασαν, Cyr. 3, 3, 27 An. 3, 4, 30, zu nehmen, wo ἐφ' ἵππων zu ἤλασαν gehört. Doch wurde auch passiv. ἵππος ἀναβεβαμένος ein Pferd genannt, welchesgeritten wird, Xen. Hipp. 1, 4. – b) ἐπὶ τὴν τριήρη, das Schiff besteigen, Xen. Hell. 3, 3, 4; daher allein ἀναβαίνειν, sich einschiffen, An. 5, 9, 14; u. so Hom. Od. 13, 285 ἐς Σιδονίην ἀναβάντες ᾤχοντο; 14, 252 ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης ἐπλέομεν; vgl. unter 2. – c) von Rednern, die Rednerbühne besteigen u. reden, ἐς τὸ πλῆϑος, zum Volke, Plat. Apol. 31 c; ἐπὶ τὸ βῆμα, Rep. X, 617 d; am häufigsten vor Gericht auftreten, ἐς τὸ δικαστήριον, Antiph. 6, 21; Plat. Gorg. 486 b; ἐπὶ τὸ δικ., Andoc. 1, 23; Plat. Apol. 40 b Euthyd. 305 c; auch ohne Zusatz, bes. in der an die Zeugen gerichteten Aufforderung, ἀνάβητε, Lys. 1, 29; Is. 2, 34, u. Dem. oft, wo man an das βῆμα zu denken hat. Auch vom Volke wird gesagt ἀναβαίνει εἰς ἐκκλησίαν, Dem. 25, 20 (die Puyr liegt hoch), u. Polyb. 10, 4, 6, nach Röm. Gebrauche, ἐκ τῆς ἀγορᾶς εἰς τὴν οἰκίανἀναβαίνειν (denn lat. in forum descenditur), wo man es zurückkehren übersetzt. – 2) Bei Landreisen, hinaufgehen, von der Meeresküste aufwärts in's Innere des Landes, bes. nach Hochasien, Xen. oft, z. B. An. 1, 1, 2; so παρὰ τὸν βασιλέα, Plat. Alc. I, 123 b; Xen. Hell. 1, 4, 2, vgl. 6, 4, 4. Hiermit ist zu vgl. der Gebrauch Homers, die Fahrt der Griechen nach Troja durch ἀνάπλους, ἀνάγειν, ἀναβαίνειν zu bezeichnen, s. Lehrs Aristarch. p. 119; so ἀναβαίνειν z. B. Od. 1, 210. – 3) anwachsen, zunehmen, vom Flusse, ἐπ' ἑκκαίδεκα πήχεας, Her. 2, 13, wohin man auch Plat. Rep. IV, 445 c ἐνταῦϑα τοῦ λόγου ἀναβ., soweit in der Rede gekommen sein, ziehen kann; δύο ἀναβεβηκὼς ἔτη τῆς ἐμῆς ἡλικίας, Ach. Tat., zwei Jahre älter als ich. – Ebenso von Krankheiten, zunehmen, Galen.; von Gebäuden, emporsteigen, Plut. Pericl. 13. – 4) übergehen, ἡ τυραννὶς ἀνέβη εἰς τὴν ϑυγατέρα, auf die Tochter, Her. 1, 109. 7, 205. – 5) sich ereignen, wie sonst ἀποβαίνω: τὰ πράγματα αὐτῷ ἀνέβη, Her. 7, 10, 8; κακὸν ἀνέβη, Xen. Ath. 2, 17. – 6) Von Pferden und Eseln, bespringen, τὰς ϑηλέας ἵππους ἀναβαίνοντες, Her. 1, 192, dah. pass. αἱ ἀναβαινόμεναι, die besprungenen. Vgl. ἀναβῆναι τὴν γυναῖκα βούλομαι, Men. bei Zon. u. Moeris.
-
39 βαμα
-
40 замедлить
замедлить, замедлять αργοπορώ, επιβραδύνω \замедлить шаги επιβραδύνω (или κόβω) το βήμα* * *= замедлятьαργοπορώ, επιβραδύνωзаме́длить шаги́ — επιβραδύνω ( или κόβω) το βήμα
См. также в других словарях:
βῆμα — step neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… … Dictionary of Greek
βήμα — το 1. η κίνηση που χρειάζεται να κάνει ο άνθρωπος για να περπατήσει προβάλλοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο: Μην κάνεις βήμα. 2. ο ιδιαίτερος, ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο κάποιος βαδίζει: Σε γνώρισα από το βήμα σου. 3. η μικρή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βήμα, To — Ημερήσια αθηναϊκή πρωινή πολιτική και ειδησεογραφική εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1922 από τον Δημήτριο Λαμπράκη, με τον τίτλο Ελεύθερο Βήμα. Από το 1944 η έκδοση συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε η εφημερίδα έγινε κυριακάτικη, με … Dictionary of Greek
Ελεύθερον Βήμα — Καθημερινή πρωινή, πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο Λαμπράκη το 1922. Από το 1944 μετονομάστηκε και εκδόθηκε με τον τίτλο Το Βήμα (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
βῆμ' — βῆμα , βῆμα step neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾶμα — βῆμα step neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek