-
1 εὐ-μετά-βολος
εὐ-μετά-βολος, dasselbe, neben ἀβέβαιος Plut. superstit. 10, wie Plat. Rep. VI, 503 c τὰ βέβαια ἤϑη καὶ οὐκ εὐμετάβολα vrbdt; Xen. Hell. 2, 3, 32; Arist. Eth. 1, 11 im Ggstz von μόνιμος; Sp.
-
2 βέβαιος
βέβαιος, att. gew. 2 End., z. B. immer Thuc., βέβαιος χάρις 1, 32, cf. Thom. Mag. ( βαίνω); feststehend, fest, κρύσταλλος Thuc. 3, 23; ὄχημα Plat. Phaed. 85 d; γῆ Arr. An. 2, 21, 6; öfter übertr., fest, zuverlässig, sicher; von Personen, Thuc. 5, 43; so βεβαιότεροι ἂν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν 3, 11; φίλος Aesch. Prom. 297; Ar. Plut. 836; φίλη Lys. 1017; φιλία Plat. Conv. 183 c; Folgde; τέκμαρ, ἄκος, Aesch. Prom. 754 Eum. 482; τόξευμα, ὁμιλία, τέχνη, Soph. Ant. 1073 Phil. 71 Tr. 618; τὸ βέβαιον εἰδέναι Her. 7, 50; ἤϑη, Ggstz εὐμετάβολα, Plat. Rep. VI, 503 c; λόγος β. καὶ ἀληϑής Phaed. 90 c u. öfter; χάρις Thuc. 1, 32; δόξα Plat. Tim. 37 b; βεβαία εἰρήνη Isocr. 4, 173; οὐσία Is. 1, 22; εὐτυχία Plut. Fab. 27; φρόνημα Thes. 6 u. sonst; τὸ βέβαιον, Sicherheit, Her. 7, 50. – Adv. βεβαίως, Aesch. Ag. 15 u. Folgde; βεβαιοτέρως ἔχει Isocr. 8, 60.
См. также в других словарях:
βεβαία — βεβαίᾱ , βέβαιος firm fem nom/voc/acc dual βεβαίᾱ , βέβαιος firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαίᾳ — βεβαίᾱͅ , βέβαιος firm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βεβαία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον αδερφό της Σερβίλο στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, στα χρόνια του Τραϊανού. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Ιανουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας μαζί με τον… … Dictionary of Greek
βέβαια — βέβαιος firm neut nom/voc/acc pl βέβαιος firm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαίας — βεβαίᾱς , βέβαιος firm fem acc pl βεβαίᾱς , βέβαιος firm fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέβαι' — βέβαια , βέβαιος firm neut nom/voc/acc pl βέβαια , βέβαιος firm neut nom/voc/acc pl βέβαιε , βέβαιος firm masc voc sg βέβαιε , βέβαιος firm masc/fem voc sg βέβαιαι , βέβαιος firm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαίαι — βεβαίᾱͅ , βέβαιος firm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαίαν — βεβαίᾱν , βέβαιος firm fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ήτοι — (Α ἤτοι) (επεξηγηματικό μόριο = ἦ τοι) δηλαδή, με άλλα λόγια αρχ. 1. (βεβαιωτικό μόριο = ἦ τοι) βέβαια, αλήθεια, πράγματι 2. (συχνά ως μεταβατικό στην αρχή προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) τότε λοιπόν («ἤτοι ὅ γ ὥς εἰπὼν κατ ἄρ ἕζετο», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek