-
1 αυτή
тааГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυτή
-
2 αυτή αύτη η δεύτερη φάση
cамата втора фазаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυτή αύτη η δεύτερη φάση
-
3 (αυτή) βρήκε
пронашлаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > (αυτή) βρήκε
-
4 (αυτή) εξουδετέρωσε
уништилаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > (αυτή) εξουδετέρωσε
-
5 (αυτή) επιτηρούμενη
нагледуванаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > (αυτή) επιτηρούμενη
-
6 (αυτή) μετέφρασε
превелаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > (αυτή) μετέφρασε
-
7 (αυτή) συντομεύτηκε
е cкратенаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > (αυτή) συντομεύτηκε
-
8 αυτή η απόφαση
таа одлукаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυτή η απόφαση
-
9 αυτή την εβδομάδα
неделаваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυτή την εβδομάδα
-
10 αυτή την φορά
овоj патГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυτή την φορά
См. также в других словарях:
αϋτή — ἀϋτή, η (Α) [αΰω (II)] 1. φωνή, κραυγή, βοή 2. πολεμική κραυγή 3. τρίξιμο … Dictionary of Greek
αὑτή — αὐτή , αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτῇ — ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres ind mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj act 3rd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτή cry fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτή — ἀϋ̱τή , ἀυτή cry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτῇ — αὐτός self fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτή — αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτῇ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὕτη — οὗτος this fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὑτὴ φράσει σιγῶσα. — См. Иной молчок ответ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek