-
1 διαχραομαι
ион. διαχρέομαι1) постоянно пользоватьсяδ. οἴνω Her. — постоянно пить вино;
τῷ οὐνόματι τῷ αὐτῷ αἰεὴ δ. Her. — носить всегда то же имя;ὅσαπερ ὄψῳ δ. τινι Xen. — пользоваться чем-л. в качестве приправы;δ. τῇ ἀληθείῃ Her. — всегда говорить правду;τοῖς νόμοις δ. Arph. — жить по законам;ἀρετῇ δ. Her. — быть добродетельным;αὐχμῷ δ. Her. — насылать засуху2) испытывать, подвергатьсяσυμφορῇ μεγάλῃ δ. Her. — терпеть сильные лишения;
τοιούτῳ μόρῳ διεχρήσαντο Her. — вот какой смертью они погибли3) изнурять(νόσος διαχρωμένη σῶμα Plut.)
τοῖς ἐναντίοις τὸ ἴδιον δέμας δ. Luc. — умерщвлять свое тело4) умерщвлять, убивать(τινα Her., Thuc.)
δ. ἑαυτόν Plut. — покончить жизнь самоубийством;ἔνιοι διαχρησθῆναι Diog.L. — некоторые (говорят) были убиты
См. также в других словарях:
αυχμώ — αὐχμῶ ( έω και άω) (Α) [αυχμός] 1. είμαι στεγνός, ξερός, άνυδρος 2. είμαι βρόμικος, ρυπαρός … Dictionary of Greek
αὐχμῶ — αὐχμάω to be squalid imperf ind mp 2nd sg (doric) αὐχμάω to be squalid pres imperat mp 2nd sg αὐχμάω to be squalid pres subj act 1st sg (attic epic ionic) αὐχμάω to be squalid pres ind act 1st sg (attic epic ionic) αὐχμάω to be squalid pres subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμῷ — αὐχμάω to be squalid pres opt act 3rd sg αὐχμός drought masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχμός — αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α) 1. ξηρασία, ανομβρία 2. έλλειψη, απουσία 3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα 4. (για το ύφος) στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου χμ (πρβλ. νεοχμός), κατά… … Dictionary of Greek
εξαυχμώ — (I) έω ή άω ἐξαυχμῶ (Α) [αυχμώ] ξεραίνομαι («ὅταν ἐξαυχμῶσι δι ἀνυδρίαν», Θεοφρ.). (II) όω ἐξαυχμῶ [αυχμός] ξεραίνω («ἐξαυχμοῡται και ἐξυδατοῡται», Διογ. Λαέρτ.) … Dictionary of Greek
επαυχμώ — ἐπαυχμῶ, έω (Α) προκαλώ ξηρασία, ξηραίνω («Ζεύς... ἐπαυχμήσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυχμώ «είμαι ξηρός»] … Dictionary of Greek
συναυχμώ — έω, Α είμαι βρόμικος ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐχμῶ «είμαι ξερός, ρυπαρός» (< αὐχμός)] … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия