-
1 αυτόχθοσι
-
2 αὐτόχθοσι
См. также в других словарях:
αὐτόχθοσι — αὐτόχθων sprung from the land itself dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτόχθοσι
2 αὐτόχθοσι
αὐτόχθοσι — αὐτόχθων sprung from the land itself dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)