-
1 αυτουργια
ἥ1) личный труд Polyb., Plut.2) личный опыт3) убийство близких Aesch.
См. также в других словарях:
αὐτουργίας — αὐτουργίᾱς , αὐτουργία working on oneself fem acc pl αὐτουργίᾱς , αὐτουργία working on oneself fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek
NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… … Hofmann J. Lexicon universale