-
1 αυτεπάγγελτοι
-
2 αὐτεπάγγελτοι
См. также в других словарях:
αὐτεπάγγελτοι — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτεπάγγελτοι
2 αὐτεπάγγελτοι
αὐτεπάγγελτοι — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)