-
41 άυλοι
-
42 ἄυλοι
-
43 αυλοίο
αὐλέωplay on the flute: pres opt mp 2nd sg (attic epic doric)αὐλόςpipe: masc gen sg (epic) -
44 αὐλοῖο
αὐλέωplay on the flute: pres opt mp 2nd sg (attic epic doric)αὐλόςpipe: masc gen sg (epic) -
45 αυλοίς
-
46 αὐλοῖς
-
47 αυλοίσι
αὐλέωplay on the flute: pres part act masc /neut dat pl (doric)αὐλόςpipe: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
48 αὐλοῖσι
αὐλέωplay on the flute: pres part act masc /neut dat pl (doric)αὐλόςpipe: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
49 αυλοίσιν
αὐλέωplay on the flute: pres part act masc /neut dat pl (doric)αὐλόςpipe: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
50 αὐλοῖσιν
αὐλέωplay on the flute: pres part act masc /neut dat pl (doric)αὐλόςpipe: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
51 αυλού
αὐλέωplay on the flute: imperf ind mp 2nd sg (attic doric)αὐλέωplay on the flute: pres imperat mp 2nd sg (attic)αὐλέωplay on the flute: imperf ind mp 2nd sg (attic)αὐλόςpipe: masc gen sg -
52 αὐλοῦ
αὐλέωplay on the flute: imperf ind mp 2nd sg (attic doric)αὐλέωplay on the flute: pres imperat mp 2nd sg (attic)αὐλέωplay on the flute: imperf ind mp 2nd sg (attic)αὐλόςpipe: masc gen sg -
53 αυλοί
-
54 αὐλοί
-
55 αυλούς
-
56 αὐλούς
-
57 αυλώι
-
58 αὐλῶι
-
59 αυλών
αὐλέωplay on the flute: pres part act masc nom sg (attic epic doric)αὐλήopen court: fem gen plαὐλόςpipe: masc gen pl -
60 αὐλῶν
αὐλέωplay on the flute: pres part act masc nom sg (attic epic doric)αὐλήopen court: fem gen plαὐλόςpipe: masc gen pl
См. также в других словарях:
αὐλός — pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὖλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλος — immaterial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — η, ο αυτός που δεν αποτελείται από ύλη, ασώματος, πνευματικός (αντίθ. υλικός): Ο Θεός είναι άυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλός — ο πνευστό μουσικό όργανο σωληνοειδές, σουραύλι, φλογέρα: Ο αυλός συνόδευε το παίξιμο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… … Dictionary of Greek
ἀύλως — ἄυλος immaterial adverbial ἄυλος immaterial masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλον — ἄυλος immaterial masc/fem acc sg ἄυλος immaterial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)