-
1 Αυλωνία
Αὐλωνίᾱ, Αὐλώνιοςfem nom /voc /acc dualΑὐλωνίᾱ, Αὐλώνιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Αὐλωνίᾱͅ, Αὐλώνιοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αὐλωνία
Βλ. λ. Αυλωνία -
3 Αὐλωνίᾳ
Βλ. λ. Αυλωνία -
4 δι-αυλωνία
δι-αυλωνία, ἡ, Engpaß, Eust. 1917, 32.
-
5 Αυλωνίαν
-
6 Αὐλωνίαν
-
7 διαυλωνία
δι-αυλωνία, ἡ, Engpaß
См. также в других словарях:
Αὐλωνία — Αὐλωνίᾱ , Αὐλώνιος fem nom/voc/acc dual Αὐλωνίᾱ , Αὐλώνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐλωνίᾳ — Αὐλωνίᾱͅ , Αὐλώνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυλωνία — Αποικία των αρχαίων Ελλήνων στην Ιταλία. Λεγόταν και Καυλωνία (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
Αὐλωνίαν — Αὐλωνίᾱν , Αὐλώνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυλωνία — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Αποικία των Ελλήνων στο νοτιότατο άκρο της Ιταλίας. Χτίστηκε, κατά την παράδοση, από τον Αιγιέα Τυφώνα, που καταγόταν από την αχαϊκή αποικία του Κρότωνα. Εκεί είχε καταφύγει ο Πυθαγόρας, όταν τον έδιωξαν από τον… … Dictionary of Greek