-
1 ἀνα-καθαίρω
ἀνα-καθαίρω, wieder reinigen, aufräumen, Pol. 10, 30, 8, gew. med., Αὐγίου βουστασίαν Luc. Alex. 1; ἀνακαϑηράμενοι καὶ ἐξελάσαντες πᾶν τὸ βάρβαρον Plat. Menex. 241 d; τὰ περιόντα τοῠ πολέμου Plut. Ant. 9; λόγον, eine Rede halten, um etwas ins Reine zu bringen; Plat. Legg. 1, 642 a, od. säubern, feilen; von der Luft, sich aufklären, Plut. Timol. 27; bei den Aerzten: nach oben, d. h. durch Erbrechen reinigen.
-
2 ανακαθαιρω
преимущ. med.1) очищать(τὰ μεταλλεῖα Plat.; τὸ πᾶν τὸ πρὸ ποδῶν Polyb.; Αὐγίου βουστασίαν Luc.)
τῶν ὑπὸ πόδας τόπων ἀνακαθαιρομένων Plut. — когда внизу туман рассеялся;ἀνακαθαίρεσθαι λόγον Plat. — сказать что-л. для разъяснения вопроса, тщательно изложить2) изгонять(πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάσσης Plat.; τὰ περίοντα τοῦ πολέμου Plut.)