-
1 dawn
αυγή -
2 brzask
αυγή -
3 świt
αυγή -
4 Auge
Αὔγη, ἡ, or say, daughter of Aleus.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Auge
-
5 şafak
αυγή, ανατολή, ξημέρωμα, χάραμα -
6 tan
αυγή, χαραυγή, λυκαυγές -
7 заря
-и, πλθ. зори, зорь, зарям κ. зорям, θ.1. αυγή, χαραυγή, όρθρος, διαύγασμα•вечерняя заря λυκόφως•
утренняя заря λυκαυγές•
румяная заря ροδοχάραμα, ροδοδάκτυλη αυγή•
загорелась заря ρόδισε η αυγή.
|| (για χρόνο)•в -е ή с -ею την αυγή, με το φέξιμο•
заря занимается ξημερώνει, φέγγει.
2. μτφ. αρχή, απαρχή•заря счастья αυγή της ευτυχίας•
на -е новой жизни στην αυγή (ή στο κατώφλι) της καινούριας ζωής.
3. (στρατ.) αιτ. зорю σάλπισμα εγερτηρίου ή σιωπητηρίου•бить ή играть зорю χτυπώ (σημαίνω) εγερτήρια ή σιωπητήριο.
εκφρ.от -и до -и – α) από την αυγή ως το βράδυ (ολημερίς), β) από το βραδύ ως το πρωί (ολονυχτίς). -
8 рассвет
рассвет м η αυγή. το ξημέρωμα· на \рассвете τα ξημερώματα, την αυγή* * *мη αυγή, το ξημέρωμαна рассве́те — τα ξημερώματα, την αυγή
-
9 заря
зар||яж1. ἡ αὐγή, ἡ χαραυγή, τό χάραμα (утренняя)! τό σούρουπο (вечер· няя):на \заряе, с \заряею τήν αὐγή, τά χαράματα· \заря занимается πήρε νά ξημερώνει·2. перен (начало) ἡ ἔναρξη [-ις], ἡ ἀρχή, ἡ (χαρ)αυγή:на \заряе́ новой жи́зии στήν αὐγή τῆς νέας ζωής·3. воен.:играть зорю а) (утреннюю) σαλπίζω ἐγερτήριο, б) (вечернюю) σαλπίζω σιωπητήριο· ◊ ни свет ни \заря πολύ νωρίς, τά ξημερώματα· от \заряй до \заряй ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδι. -
10 заря
заря ж η αυγή (утренняя ) το σούρουπο (вечерняя) на \заряе τα χαράματα* * *жна заре́ — τα χαράματα
-
11 рассвет
рассветм ἡ αὐγή, τό ξημέρωμα, ἡ χαραυγή:на \рассвете τήν αὐγή, τά χαράματα -
12 восход
(солнца) η ανατολή (του ηλίου), το χάραμα, η αυγή, η ηώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восход
-
13 заря
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заря
-
14 заниматься
заниматься Iнесов1. (чем-л.) ἀσχολούμαι:\заниматься спортом κάνω σπορ, ἀσχολούμαι μέ τόν ἀθλητισμό· \заниматься домашним хозяйством ἀσχολούμαι μέ τό νοικοκυριό·2. (учиться) σπουδάζω, μελετώ:\заниматься медициной σπουδάζω ἱατρική·3. (с кем-либо) παραδίδω μαθήματα.заниматься IIнесов1. (загораться) παίρνω φωτιά:огонь \заниматьсяется ἡ φωτιά ἄναψε·2. (забрезжить) χαράζω, σκάζω:заря \заниматьсяется χαράζει ἡ αὐγή. -
15 dawn
[do:n] 1. verb((especially of daylight) to begin to appear: A new day has dawned. See also dawn on below.) ξημερώνω,χαράζω2. noun1) (the very beginning of a day; very early morning: We must get up at dawn.) αυγή2) (the very beginning of something: the dawn of civilization.) χαραυγή,απαρχή•- dawning- dawn on -
16 daylight
1) (( also adjective) (of) the light given by the sun: daylight hours.) φως της μέρας2) (dawn: To get there on time we must leave before daylight.) αυγή -
17 заря
[ζαργιά] ουσ. θ. αυγή -
18 рассвет
[ρασσβιέτ] ουσ. α. αυγή, χαράματα -
19 заря
[ζαργιά] ουσ θ αυγή -
20 рассвет
[ρασσβιέτ] ουσ α αυγή, χαράματα
См. также в других словарях:
αὑγή — αὐγή , αὐγή light of the sun fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐγή — light of the sun fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔγη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔγῃ — Αὔγη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
αυγή — η 1. ο πριν από την ανατολή χρόνος, η χαραυγή, το χάραμα: Την αυγή ξεκινήσαμε για το βουνό. 2. η αρχή: Στην Ιωνία έχουμε την αυγή του ελληνικού πολιτισμού. 3. ως επίρρ., αυγή αυγή πολύ πρωί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐγῇ — αὐγάζω view in the clearest light fut ind mid 2nd sg (doric) αὐγάζω view in the clearest light fut ind act 3rd sg (doric) αὐγέω to shine pres subj mp 2nd sg αὐγέω to shine pres ind mp 2nd sg αὐγέω to shine pres subj act 3rd sg αὐγή light of the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐγῆ — αὐγής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐγής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐγής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔγη — αὐγέω to shine imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) αὐγέω to shine pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) αὐγέω to shine imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Αυγή — Τίτλος μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού, που κυκλοφόρησε το 1943 στον Πειραιά με εκδότες τους Κ. Έλατο (Κ. Θεοφάνους), Κ. Νικηράτο και Φρ. Επιτόπουλο … Dictionary of Greek
αὐγῆι — αὐγῇ , αὐγάζω view in the clearest light fut ind mid 2nd sg (doric) αὐγῇ , αὐγάζω view in the clearest light fut ind act 3rd sg (doric) αὐγῇ , αὐγέω to shine pres subj mp 2nd sg αὐγῇ , αὐγέω to shine pres ind mp 2nd sg αὐγῇ , αὐγέω to shine pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)