-
1 εθελησθα
I.II. -
2 ευκηλος
дор. εὔκᾱλος 2спокойный, безмятежный(νύξ Theocr.)
εὔ. τὰ φράζεαι, ἅσσ΄ ἐθέλῃσθα Hom. — ты спокойно решаешь то, что хочешь;εὗδον εὔκηλοι Hom. — (все) спали безмятежно;εὔκηλοι πολέμιζον Hom. — (троянцы и ахейцы) беспрепятственно сражались
См. также в других словарях:
ἐθέλησθα — ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθέλῃσθα — ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθέληισθα — ἐθέλῃσθα , ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθέλησθ' — ἐθέλησθα , ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd sg (epic) ἐθέλησθε , ἐθέλω to be willing pres subj mp 2nd pl ἐθέλησθε , ἐθέλω to be willing pres subj act 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek